κύπρινος

From LSJ
Revision as of 16:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπρῐνος Medium diacritics: κύπρινος Low diacritics: κύπρινος Capitals: ΚΥΠΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kýprinos Transliteration B: kyprinos Transliteration C: kyprinos Beta Code: ku/prinos

English (LSJ)

(A), η, ον,

   A made of copper, ἧλος PMag.Lond.121.466.
κύπρῐνος (B), η, ον,

   A made from the flower of κύπρος, ἔλαιον Edict. Diocl.Delph. 10:—esp. as Subst. κύπρῐνον (sc. μύρον), τό, oil or unguent made from the flower of the κύπρος, Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a plaster, Androm. ap. Gal.13.494.

Spanish

de cobre

Greek Monolingual

(I)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
(II)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Α) κύπρος
1. αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα άνθη του φυτού κύπρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύπρινον
α) έλαιο ή μύρο που παρασκευαζόταν από τα άνθη του φυτού κύπρος
β) έμπλαστρο.