πολλοδεκάκις
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A many tens of times, Ar.Pax243.
German (Pape)
[Seite 658] vielzehnmal, oft, Ar. Pax 243.
Greek (Liddell-Scott)
πολλοδεκάκις: [ᾰ], ἐπίρρ., πολλὰς φορὰς δεκάκις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 243.
French (Bailly abrégé)
adv.
des dizaines de fois.
Étymologie: πολύς, δεκάκις.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πολλές φορές δέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + δεκάκις.
Greek Monotonic
πολλοδεκάκις: [ᾰ], επίρρ., πολλές δεκάδες φορές, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλοδεκάκις [πολύς, δεκάκις] adv., vele tientallen malen.
Russian (Dvoretsky)
πολλοδεκάκις: (ᾰ) adv. во много раз больше, чем десятикратно, т. е. безмерно, бесконечно (π. ἄθλιος Arph.).
Middle Liddell
many tens of times, Ar.