τρυλίζω

From LSJ
Revision as of 20:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡλίζω Medium diacritics: τρυλίζω Low diacritics: τρυλίζω Capitals: ΤΡΥΛΙΖΩ
Transliteration A: trylízō Transliteration B: trylizō Transliteration C: trylizo Beta Code: truli/zw

English (LSJ)

   A gurgle, of the bowels, Hp.Int.6 (τρυλλίζει, v.l. τρύζει); of the cry of a quail, Poll.5.89.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡλίζω: θρυλίζω, ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν Πολυδ. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ τρύζω).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) τρυλίζει
«ὀδύρεται»
αρχ.
1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυλίζω onomat. knorren (van de maag).