αὐτάδελφος

From LSJ
Revision as of 10:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτάδελφος Medium diacritics: αὐτάδελφος Low diacritics: αυτάδελφος Capitals: ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: autádelphos Transliteration B: autadelphos Transliteration C: aftadelfos Beta Code: au)ta/delfos

English (LSJ)

ον (η, ον Sch.E.Hec.944)

   A brother's or sister's, αἷμα A.Th.718, Eu.89; αὐ. Ἰσμήνης κάρα S.Ant.1.    II Subst., one's own brother or sister, ib.503,696:—later αὐτ-αδέλφη, ἡ, Sch.E.Ph.135.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάδελφος: -ον, ἀδελφικός, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν, ἀλλ΄ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις; Αὐσχύλ. Θήβ. 718, Εὐμ. 89· ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα Σοφ. Ἀντ. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁ καθ΄ αὑτὸ ἀδελφός, ὁ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων ἀδελφὸς ἢ ἀδελφή, αὐτόθι 503, 696.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du propre frère, de la propre sœur ; ὁ, ἡ αὐτάδελφος le propre frère, la propre sœur.
Étymologie: αὐτός, ἀδελφός.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): αὐτάδερφος Corinth 8(3).531.5 (crist.)

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [-ος, -η, -ον Sch.E.Hec.944D., Ph.153]
del propio hermano o hermana, αἷμα A.Th.718, Eu.89, Hld.7.5.4, αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα cabeza hermana de Ismena, e.e., hermana Ismena S.Ant.1, λιτὰς μητρόθεν αὐταδέλφους Philic.SHell.680.24
en uso pred. σὼ δ' αὐταδέλφω (son) tus dos hermanos E.Fr.495.18, τὸν δ' ... Αἴθωνος αὐτάδελφον Lyc.432, κοιμητήριον δι(α)φέρον Ἰωάνου καὶ Ἀγαθοκλῆ αὐταδέρφοις Corinth l.c., οὗτοι πάντες ὁμόσποροι καὶ αὐτάδελφοι ὑμῖν τε καὶ ἀλλήλοις Them.Or.6.77a
subst. ὁ αὐτάδελφος el propio hermano S.Ant.503, 696
ἡ αὐταδέλφη la propia hermana Sch.E.Ph.l.c.

Greek Monolingual

-η και αυταδέλφι, το (AM αὐτάδελφος, -ον
Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)
αδελφός ή αδελφή από τους ίδιους γονείς
αρχ.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην αδελφή («αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», «αὐτάδελφον αἷμα»).

Greek Monotonic

αὐτάδελφος: -ον·
I. αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική σχέση, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. ως ουσ., ομοαίματος αδελφός ή αδελφή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτάδελφος: II ὁ и ἡ родной брат или родная сестра Soph.
братский, родной, близкий (αἷμα Aesch.; κάρα Soph.).

Middle Liddell


I. related as brother or sister, Aesch., Soph.
II. as Subst. one's own brother or sister, Soph.