οἴησις

From LSJ
Revision as of 10:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴησις Medium diacritics: οἴησις Low diacritics: οίησις Capitals: ΟΙΗΣΙΣ
Transliteration A: oíēsis Transliteration B: oiēsis Transliteration C: oiisis Beta Code: oi)/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (οἴομαι)

   A = δόξα, opinion, notion, Pl.Phd.92a, Phdr. 244c, Arist.Po.1461b3 ; esp. false or vague notion, opp. σαφῶς εἰδέναι, Id.Rh.Al.1431a40, cf. Zeno Stoic.1.20, etc.    II = οἴημα, selfconceit, Heraclit.46, E.Fr.643, Bion ap.D.L.4.50, Ph.1.53, al., Chor. in Rh.Mus.49.512 ; οἴ. καὶ ὑπερηφανία Phld.Vit.p.29J.

Greek (Liddell-Scott)

οἴησις: -εως, ἡ, (οἴομαι) = δόξα, γνώμη, «ἰδέα», Πλάτ. Φαίδων 92Α, Φαῖδρ. 244C ἰδίως ἐσφαλμένη γνώμη, πιθ. γραφὴ ἐν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8· ἀντίθετ. πρὸς τὸ σαφῶς εἰδέναι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 15, 4. ΙΙ. οἴημα, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, ἔπαρσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 644, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 7, Βίων αὐτόθι 4. 50· ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 39D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 pensée, opinion;
2 haute opinion de soi-même, présomption.
Étymologie: οἴομαι.

Greek Monotonic

οἴησις: -εως, ἡ (οἴομαι), γνώμη, «ιδέα», σε Πλάτ.· έπαρση, αλαζονεία, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

οἴησις: εως ἡ
1) мнение (ἀνθρωπίνη οἴ. Plat.);
2) Eur., Heracl. ap. Diog. L., Plut. = οἴημα.

Middle Liddell

οἴησις, εως, οἴομαι
opinion, an opinion, Plat.: self-conceit, Bion.