ἀλέπιστος

From LSJ
Revision as of 11:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέπιστος Medium diacritics: ἀλέπιστος Low diacritics: αλέπιστος Capitals: ΑΛΕΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: alépistos Transliteration B: alepistos Transliteration C: alepistos Beta Code: a)le/pistos

English (LSJ)

ον,

   A not scaled, unscaled, Archestr.Fr.45.8B.    II unpeeled, καρπός Gp.10.11.1; of flax, not scutched, Sch.Ar.Lys. 737.

German (Pape)

[Seite 93] 1) dasselbe, Archestr. bei Ath. VII, 311 b. – 2) ungeschält, Geopon.; vgl. Schol. Ar. Lys. 737.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέπιστος: -ον, ἄνευ λεπίδων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β. ΙΙ. ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς τὸν φλοιόν, μὴ ξεφλουδηθείς, ἐπὶ λινοκαλάμης, ἀκαθάριστος, ἀλανάριστος, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 737.

Spanish (DGE)

-ον
1 no descamado (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.SHell.176.8, cf. Eust.1863.54.
2 no descascarillado καρπός Gp.10.11.1
del lino no majado o agramado Sch.Ar.Lys.737.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀλέπιστος, -ον) λεπίζω
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που δεν έχει λέπια
νεοελλ.
αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια
2. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η φλούδα
μσν.
(για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος.