ἀντίφρασις
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀντιφράζω) Rhet. and Gramm.,
A antiphrasis, i.e. the use of words of good sense in place of those of a contrary sense, Εὐμενίδες for Ἐρινύες, πόντος εὔξεινος for ἄξεινος, Ath.3.90b; or οὐδ' ἄρα . . γήθησεν for ἐλυπήθη, Trypho Trop.2.15; κατ' ἀντίφρασιν Corn.ND4, Erot.s.v. ἀσήμοις, Herm.in Phdr.p.176A., Porph.Chr. 87. II expression by means of negation, Anon.Fig.p.212S.
German (Pape)
[Seite 263] ἡ, Benennung, die mit dem Wesen des Benannten im Widerspruch steht, Ath. III, 90 b, z. B. πόντος εὔξεινος für ἄξεινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφρᾰσις: -εως, ἡ, (ἀντιφράζω) παρὰ Ρήτορσι καὶ γραμματ. ἐπὶ λέξεων ἐχουσῶν καλὴν σημασίαν ἀντὶ τῶν ἐχουσῶν κακήν, Εὐμενίδες ἀντὶ Ἐρινύες, Πόντος εὔξεινος ἀντὶ ἄξεινος, Ἀθήν. 90Β, «ἀντίφρασίς ἐστι λόγος δι’ ἐναντίου τὸ ἐνάντιον σημαίνων, ὡς ὅταν τις τὸν τυφλὸν βλέποντα λέγῃ» Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 722. 10˙ ἴδε Lob. Act. Soc. Gr. 2, σ. 293, κἑξ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I ret.
1 antífrasis figura que consiste en el empleo de una palabra por su opuesta, por tabú lingüístico p. ej. Εὐμενίδες por Ἐρινύες, πόντος εὔξεινος por ἄξεινος Ath.90b, ἀντίφρασίς ἐστι λόγος δι' ἐναντίου τὸ ἐναντίον σημαίνων Anon.Trop.p.212., cf. Charis.276, Isid.Etym.1.37.24, κατ' ἀντίφρασιν Corn.ND 5, 35, Erot.21.7, Herm.in Phdr.p.176, Porph.Chr.87.
2 lítote figura que consiste en negar lo contrario de lo que se quiere afirmar οὐδ' ἄρα ... γήθησεν por ἐλυπήθη Trypho Trop.p.204.
II argumento contrario τοῦ φιλοσόφου Gel.Cyz.HE 2.18.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίφρᾰσις: εως ἡ грам., рит. антифраза (употребление слова в противоположном значении: напр. Πόντος Εὔξεινος вм. Ἄξεινος).