ἀστικός

From LSJ
Revision as of 13:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστικός Medium diacritics: ἀστικός Low diacritics: αστικός Capitals: ΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: astikós Transliteration B: astikos Transliteration C: astikos Beta Code: a)stiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄστυ)

   A of a city or town, opp. country, λεὼς ἀ. A. Eu.997; βωμοί Id.Supp.501; epith. of Hecate, IG9(2).575 (Larissa, v B. C.); τὰ ἀ. Διονύσια( = τὰ κατ' ἄστυ) Th.5.20; home, opp. ξενικός (foreign), A.Supp.618; ἀ. δίκαι suits between citizens, Lys.17.3; ἀ. δικαστήριον IG12(7).3.32 (Amorgos); ἀ. νόμοι POxy.706.9 (ii A. D.).    2 as Subst., = ἀστός, TAM2.377,886 (Xanthus).    b ἀστικοί, οἱ, = Lat. cohortes urbanae, D.C.56.32, 59.2; ἀστικόν, τό, Id.55.24.    II fond of the town or town life, D.55.11.    2 = ἀστεῖος, polite, ἀστικά, as Adv., opp. ἀγροίκως, Theoc.20.4.—In codd. often written ἀστυκός.

German (Pape)

[Seite 376] städtisch, a) zur Stadt gehörig, λεώς Aesch. Eum. 951; βωμός Suppl. 496; άστικαὶ δίκαι, Prozesse unter den Bürgern, Lys. 17, 3; οἱ ἀστικοί, die Städter, so Dem. 55, 11. – b) sein gebildet, witzig, dem bäurischen, ἄγροικος, entgeggstzt, Men. B. A. 454.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστικός: -ή, -όν, (ἄστυ) ὁ τοῦ ἄστεως, ὁ εἰς ἄστυ ἀνήκων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀγροτικός ἤ κατ’ ἀγρούς˙ - λεὼς ἀστικὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 997˙ βωμοὶ ὁ αὐτ. Ἱκ. 501˙ τὰ ἀστικὰ Διονύσια (ἐπίσης καλούμενα τὰ κατ’ ἄστυ) Θουκ. 5. 20, ἴδε ἐν λ. Διονύσια IV: ὡσαύτως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξενικὸς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 618˙ ἀστικαὶ δίκαι, αἱ μεταξὺ ἀστῶν δίκαι, Λυσ. 148. 21. 2) ὡς οὐσιαστ. = ἀστός, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4269d. II. ὁ ἀγαπῶν τὴν πόλιν καὶ τὸν ἐν πόλει βίον, Δημ. 1274. 24. 2) ὡς τὸ ἀστεῖος, εὐγενής, λεπτός, ἐπίχαρις, ἀστικά (ὡς ἐπίρρ.) Θεόκρ. 20. 4. - ἐν τοῖς χειρογρ. πολλάκις γράφεται ἀστυκός διὰ τοῦ υ, ἴδε Bremi Λυσ. περὶ δημ. ἀδικ. 3˙ - ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 171 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la ville :
I. urbain, citadin :
1 qui réside dans la ville ; οἱ ἀστικοί les citadins;
2 qui se fait dans la ville (fête, sacrifice);
3 qui concerne les habitants de la ville;
4 qui sent le citadin, de bon ton, poli;
II. de la ville d’Athènes ; national p. opp. à étranger.
Étymologie: ἄστυ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): Ϝαστικός IG 9(2).575 (Larisa V a.C.); ἀστυκός Longus 4.15.4, 19.1, 38.4
I 1de la ciudad, urbano op. ‘del campo’ ἀστικὸς λεώς A.Eu.997, cf. Hld.7.1.3, βωμοί A.Supp.501, epít. de Hécate IG l.c., ἐκ Διονυσίων εὐθὺς τῶν ἀστικῶν op. ‘las rurales’, Th.5.20, ἀστικαὶ δίκαι Lys.17.3, ἀστικὸν δικαστήριον IG 12(7).3.32 (Amorgos IV a.C.), στολή D.C.39.7
neutr. plu. como adv. ἀστικά como se hace en la ciudad, refinadamente Theoc.20.4.
2 de Atenas op. ξενικός: ξενικὸν ἀστικόν θ' ἅμα ... μίασμα A.Supp.618, Hsch.
de Alejandría ἀστικοὶ νόμοι POxy.706.9 (II d.C.).
3 de hábitos urbanos ἄνθρωπος D.55.11.
4 refinado ἔλεγε δ' αὐτὸν ... ἐν μὲν λόγοις Σκύθην εἶναι, ἐν δὲ ταῖς μάχαις ἀστικόν Plu.2.847f, ἀ. ὀψαρτυσία Longus 4.15.4.
II subst.
1 ὁ ἀ. el hombre de ciudad op. ἄγροικος Luc.DIud.7, cf. TAM 2.377 (Janto), Longus 4.38.4.
2 οἱ ἀστικοί las cohortes urbanas D.C.56.32.2, cf. 59.2.3.
3 τὰ ἀστυκά las costumbres de la ciudad Longus 4.19.1.
III adv. -ῶς con prudencia, con juicio Sud.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀστικός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη
αρχ.
1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης
2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος
3. ως ουσ. ο αστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστ-υ (-εως) < αστός
η γραφή αστυ-κός (αντί αστ-ικός) είναι μεταγενέστερη].

Greek Monotonic

ἀστικός: -ή, -όν (ἄστυ
I. αυτός που ανήκει σε πολιτεία ή πόλη, αντίθ. προς την εξοχή, σε Αισχύλ.· τὰἀστικὰ Διονύσια (επίσης καλούνται τὰ κατ' ἄστυ), σε Θουκ.
II. όπως το ἀστεῖος, ευγενικός, όμορφος, ωραίος, λεπτός, χαριτωμένος, ἀστικά (ως επίρρ.), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστῐκός:
1) городской (λέως Aesch.; ὄχλος Plut.);
2) частно-гражданский (δίκαι Lys.);
3) изысканный, культурный: ἀστικὰ χείλεα θλίβειν Thuc. изъясняться по-образованному;
4) местный, туземный: ξενικὸς ἀ. τε Aesch. иноземец ли, здешний ли, т. е. решительно все.
ἀστικός: II ὁ горожанин Dem.

Middle Liddell

ἄστυ
I. of a city or town, opp. to country, Aesch.; τὰ ἀστικὰ Διονύσια (also called τὰ κατ' ἄστυ), Thuc.
II. like ἀστεῖος, polite, neat, nice, ἀστικά (as adv.) Theocr.