ἐπιψεύδομαι
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
A lie still more, X.Hier.2.16. II attribute falsely, τι θεοῖσιν A.R.3.381, cf.Ph.2.319, Plu.Mar.16, Luc.Tox.42. III falsify a number, Plu.Flam.9 ; ὄνομα call by a wrong name, Ph.2.398 ; feign, συμφοράν J.AJ18.6.8. IV deceive, τινα Herod.6.46.
German (Pape)
[Seite 1006] dazu, dabei lügen, Xen. Hier. 2, 16; τί, Plut. Flamin. 9 u. a. Sp.; τινί τι, Einem Etwas andichten, Luc. Tox. 42; Ap. Rh. 3, 381.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψεύδομαι: Ἀποθ., ψεύδομαι ἐπί τινι, Ξεν. Ἰέρων 2, 16, Λουκ. π. Εἰκ. 20. ΙΙ. ἀποδίδω ψεῦδος εἴς τινα, τί τινι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 42. ΙΙΙ. παραμορφώνω, τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος Πλουτ. Φλαμιν. 9.
French (Bailly abrégé)
1 mentir encore plus;
2 falsifier un nombre;
3 attribuer faussement : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ψεύδω.
Greek Monolingual
ἐπιψεύδομαι (Α)
1. λέω κι άλλα ψέματα
(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῑν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.)
2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.)
3. πλάθω, επινοώ κάτι
4. εξαπατώ κάποιον
5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί τινι» αποδίδω κάτι ψεύτικα σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπιψεύδομαι:I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή ασύστολα, σε Ξεν.
II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ.
III. παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψεύδομαι:
1) привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. (πολλά Plut.);
2) ложно приписывать (τί τινι Luc.);
3) искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.).
Middle Liddell
Dep.
I. to lie still more, Xen.
II. to attribute falsehood to, τί τινι Luc.
III. to falsify a number, Plut.