κοκκυστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A crower, screamer, Timo 43.1.
German (Pape)
[Seite 1471] ὁ, der Kräher, Kreischer, Schreier, Timon Phlias. bei D. L. 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκυστής: -οῦ, ὁ, ὁ κράζων, βοῶν, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 6.
Greek Monolingual
κοκκυστής, ὁ (Α) κοκκύζω
αυτός που κράζει σαν τον κούκο.
Russian (Dvoretsky)
κοκκυστής: οῦ ὁ крикун, горлан Diog. L.