ἀτήρητος

From LSJ
Revision as of 00:14, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτήρητος Medium diacritics: ἀτήρητος Low diacritics: ατήρητος Capitals: ΑΤΗΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atḗrētos Transliteration B: atērētos Transliteration C: atiritos Beta Code: a)th/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A unobserved, unnoticed, Them.Or.23.294c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτήρητος: -ον, ἀπαρατήρητος, Θεμίστ. 294C.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inobservado, inadvertido Them.Or.23.294c.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτήρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί
αρχ.
απαρατήρητος.