δουλομαχία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ,
A servile war, Lyd. Ost.34.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, Sklavenkrieg, Io. Lyd.
Greek (Liddell-Scott)
δουλομᾰχία: ἡ, πόλεμος δούλων, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 34.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
guerra de esclavos εἰ βροντήσῃ, δ. ἔσται Lyd.Ost.34.
Greek Monolingual
δουλομαχία, η (Α)
ο πόλεμος τών δούλων.