θημολογέω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A collect in a heap, shortd. from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.
Greek (Liddell-Scott)
θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².
Greek Monotonic
θημολογέω: (θημών, λέγω), μέλ. -ήσω, συναθροίζω σε σωρό ή θημωνιά, συσσωρεύω, συντ. από το θημωνολογέω, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θημολογέω: собирать в кучу, нагромождать (Anth. - v. l. θινολογέω и θυννολογέω).
Middle Liddell
θημο-λογέω, fut. -ήσω θημών, λέγω
to collect in a heap, shortened from θημωνολογέω, Anth.