γύαλος

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ὁ</b>" to "ῠ], ὁ")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύᾰλος Medium diacritics: γύαλος Low diacritics: γύαλος Capitals: ΓΥΑΛΟΣ
Transliteration A: gýalos Transliteration B: gyalos Transliteration C: gyalos Beta Code: gu/alos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A cubical stone, EM243.12; also oxyt. as Adj., γυαλὸν λίθον ἀγκάσσασθαι Call.Fr.anon.331.

German (Pape)

[Seite 508] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel.

Greek Monolingual

γύαλος ο (Α)
κύβος, τετράγωνη πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό του τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή του τ. γυλλός, η οποία προήλθε από σύγχυση του -α- και του -λ-].