κνησμώδης

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνησμώδης Medium diacritics: κνησμώδης Low diacritics: κνησμώδης Capitals: ΚΝΗΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: knēsmṓdēs Transliteration B: knēsmōdēs Transliteration C: knismodis Beta Code: knhsmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A affected with itching, Hp.Aph.6.9, Aret.SD1.15, Gal.10.261.    II accompanied with itching or irritation, Arist.Pr.887a35, Gal.7.197. Adv. -δῶς Id.19.70.    III causing irritation, ἅλες Str. 11.13.2.

German (Pape)

[Seite 1460] ες, Kitzel erregend, Hippocr.; mit Jucken oder Kitzeln behaftet, διάθεσις, id. – S. κνισμ.

Greek (Liddell-Scott)

κνησμώδης: -ες, πάσχων ἐκ κνησμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ. ΙΙ. ἔχων κνησμόν, Ἀριστ. Προβλ. 7. 8, 3· ― Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην 19. 70. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε κνισμώδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κνησμώδης, -ῶδες) κνησμός
1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός
2. αυτός που πάσχει από κνησμό
αρχ.
αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψηψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κνησμωδώς (Α)
με τρόπο που προκαλεί κνησμό («δάκνεσθαι κνησμωδώς», Γαλ.).

Russian (Dvoretsky)

κνησμώδης: сопровождающийся зудом (sc. νόσοι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνησμώδης -ες [κνησμός] jeuk opwekkend, irriterend. aan jeuk lijdend.