κενοφωνία
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ,
A vain talking, Dsc.Praef. 2: in pl., 1 Ep.Ti.6.20, 2 Ep.Ti.2.16, Porph.Chr.58; ἄγραφοι κ. Just. Nov.146.1.2.
German (Pape)
[Seite 1417] ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.
Greek (Liddell-Scott)
κενοφωνία: ἡ, κενὴ φωνή, τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole vide de sens, vain bavardage.
Étymologie: κενός, φρήν.
English (Strong)
from a presumed compound of κενός and φωνή; empty sounding, i.e. fruitless discussion: vain.
Greek Monolingual
κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) κενοφωνῶ
το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία.
Greek Monotonic
κενοφωνία: ἡ (φωνέω), μάταιη συζήτηση, φλυαρία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κενοφωνία: ἡ pl. пустословие NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.
Middle Liddell
κενο-φωνία, ἡ, φωνέω
vain talking, babbling, NTest.
Chinese
原文音譯:kenofwn⋯a 咳挪-賀你阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:空的-聲音
字義溯源:空的響聲,虛談,虛妄談論,胡說,喋喋不休;由(κενός)*=虛空的)與(φωνή)*=聲音)組成。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 虛談(1) 提後2:16;
2) 虛妄談論(1) 提前6:20