κολαπτός
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ή, όν,
A engraved, κ. γράμμα an inscription, Sammelb.5629 (Egypt, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κολαπτός: -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. γράμμα, ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολαπτός, -ή, -όν) κολάπτω
αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ
χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος
αρχ.
φρ. «κολαπτὸν γράμμα» — η επιγραφή.