κρουνίτης
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, fem. κρουν-ῖτις, ιδος,
A of springs, Νύμφαι Orph.H.51.10.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνίτης: -ου, θηλ. -ῖτις, -ιδος, = κρουναῖος, Ὀρφ. Ἀργ. 50. 9.