πένταθλος

From LSJ
Revision as of 08:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένταθλος Medium diacritics: πένταθλος Low diacritics: πένταθλος Capitals: ΠΕΝΤΑΘΛΟΣ
Transliteration A: péntathlos Transliteration B: pentathlos Transliteration C: pentathlos Beta Code: pe/ntaqlos

English (LSJ)

Lyr. and Ion. πεντάεθλος, ὁ,

   A one who practises the πένταθλον or conquers therein, B.8.27, Arist. Rh.1361b10, Plu.2.737f ; π. ἀνήρ Hdt.9.75, IG42(1).99.19 (Epid.).    II metaph., of one who tries everything, Pl.Amat.138e ; ἐν φιλοσοφίᾳ π. versed in every department of philosophy, D.L.9.37 ; in depreciation, 'jack of all trades', X.HG4.7.5.

German (Pape)

[Seite 556] ὁ, ion. πεντάεθλος, der den Fünfkampf, πένταθλον, Treibende od. Uebende, πεντάεθλος ἀνήρ, Her. 9, 75; πένταθλον αὐτὸν δεῖ εἶναι καὶ ὕπακρον, Plat. Riv. 138 d; übertr. sagt Xen. Hell. 4, 7, 5 ὥςπερ πένταθλος, πάντῃ ἐπὶ τὸ πλέον ὑπερβάλλειν ἐπειρᾶτο, mit Hindeutung darauf, daß der das Pentathlon Uebende zwar alle fünf Kampfspiele treibt und in der Gesammtheit den Sieg davonträgt, aber im Einzelkampf denen, die nur diese eine Kampfart treiben, nachsteht; vgl. Plut. Symp. 9, 2, 2 u. D. L. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

πένταθλος: Ἰων. πεντάεθλος, ὁ, ὁ τὸν ἀγῶνα τὸν πένταθλον ἀγωνιζόμενος, ἢ ὁ νικῶν ἐν τούτῳ τῷ ἀγῶνι, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 11, Πλούτ. 2. 738Α· π ... παῖς Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 34· π. ἀνὴρ Ἡρόδ. 9. 75. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα ἐπιχειροῦντος, Πλάτ. Ἀντεραστ. 138D· ἐν φιλοσοφίᾳ πένταθλος, ἠσκημένος εἰς πᾶν εἶδος φιλοσοφίας, Διογ. Λ. 9. 37· ― ὡσαύτως περιφρονητικῶς, ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα πειρωμένου, Ξεν., Ἑλλ. 4. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui se livre aux exercices du pentathle ; vainqueur au pentathle;
2 p. ext. qui s’exerce ou se distingue dans tous les genres à la fois ; en mauv. part qui veut exceller en tout.
Étymologie: πέντε, ἆθλος.

Greek Monotonic

πένταθλος: Ιων. -άεθλος, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο πένταθλον και νικά σε αυτό, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για άνθρωπο που ασχολείται και επιχειρεί τα πάντα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πέντᾱθλος: ион. πεντάεθλος
1) искусный в пятиборье (ἀνήρ Her.);
2) перен. всезнающий, всесторонний (ἐν φιλοσοφίᾳ Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένταθλος -ου, ὁ, Ion. πεντάεθλος [πεντα-, ἆθλον] vijfkamper; overdr. alleskunner.

Middle Liddell

πέντ-αθλος, ιονιξ -άεθλος, ὁ,
one who practises the πένταθλον or conquers therein, Arist.: metaph. of "a jack of all trades, " Xen.