λιμοθνής

From LSJ
Revision as of 10:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμοθνής Medium diacritics: λιμοθνής Low diacritics: λιμοθνής Capitals: ΛΙΜΟΘΝΗΣ
Transliteration A: limothnḗs Transliteration B: limothnēs Transliteration C: limothnis Beta Code: limoqnh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ,

   A dying of hunger, A.Ag.1274.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμοθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, ἀποθνήσκων ἐκ τῆς πείνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
qui meurt de faim.
Étymologie: λιμός, θνῄσκω.

Greek Monolingual

λιμοθνής, -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πεθαίνει από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -θνής (< θνήσκω), πρβλ. ανδρο-θνής, χειμο-θνής].

Greek Monotonic

λῑμοθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει από πείνα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῑμοθνής: ῆτος adj. умирающий с голоду (πτωχός Aesch.).

Middle Liddell

λῑμο-θνής, ῆτος, θνήσκω
dying of hunger, Aesch.