μισοψηφιστής

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοψηφιστής Medium diacritics: μισοψηφιστής Low diacritics: μισοψηφιστής Capitals: ΜΙΣΟΨΗΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: misopsēphistḗs Transliteration B: misopsēphistēs Transliteration C: misopsifistis Beta Code: misoyhfisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hater of calculators, name of a mime by Philistion, Suid. s.v. Φιλιστίων (nisi leg. μιμο-).

German (Pape)

[Seite 192] ὁ, der die Rechner haßt, Suid. v. Φιλιστίων.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοψηφιστής: -οῦ, ὁ μισῶν τοὺς λογιστάς, ὄνομα δράματος τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Φιλιστίωνος, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλιστίων, (διάφ. γραφή: μιμοψηφιστής).

Greek Monolingual

μισοψηφιστής, ὁ (Α)
1. αυτός που μισεί τους λογιστές
2. ως κύριο όν. Μισοψηφιστής
τίτλος δράματος του Φιλιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ψηφιστής «λογιστής» (< ψηφίζομαι), πρβλ. ισο-ψηφιστής.