ἔπακμος

From LSJ
Revision as of 12:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπακμος Medium diacritics: ἔπακμος Low diacritics: έπακμος Capitals: ΕΠΑΚΜΟΣ
Transliteration A: épakmos Transliteration B: epakmos Transliteration C: epakmos Beta Code: e)/pakmos

English (LSJ)

ον, (ἀκμή)

   A in the bloom of age, κόραι D.H.4.28 (v.l.).    II pointed, ἄκανθα Dsc.1.90; ὀδούς Plu.2.966c; sharp-edged, Sor.1.80; σμιλίον Gal. ap. Orib.inc.12.1.

German (Pape)

[Seite 896] 1) der Blüthe nahe, κόρη, bald mannbar, D. Hal. 4, 28, v. l. ἐπίγαμος. – 2) zugespitzt, scharf, ὀδούς Plut. sol. anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπακμος: -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων ἀκμήν, δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», ἄκανθα, Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pointu, acéré.
Étymologie: ἐπί, ἀκμή.

Greek Monolingual

ἐπακμος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ωριμότητα («κόρας ἐπάκμους» — κόρες σε ηλικία γάμου, επίγαμες)
2. οξύς, μυτερός, που καταλήγει σε οξεία αιχμή («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακμή].

Russian (Dvoretsky)

ἔπακμος: досл. достигший расцвета, перен. крепкий (ὀδοὺς ἔ. καὶ ὀξύς Plut.).