συναγοράζω
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
pf.
A συνηγόρᾰκα IG22.903.6:—buy up, τὸν σῖτον πάντα Arist.Oec.1347b5, cf. PCair.Zen.106.3 (iii B.C.), PEnteux.2.3,11 (iii B.C.), PMich.Zen.42.3 (iii B.C., Pass.), SIG976.52 (Samos, ii B.C., Pass.), Posidon.36J., Ath.1.6a (Pass.). II frequent the marketplace with, τισι Plu.2.796d.
German (Pape)
[Seite 996] zusammenkaufen; Arist. oec. 2, 9; D. Sic. 19, 91; perf. pass., Ath. I, 6 a.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγοράζω: μέλλ. -άσω, ἀγοράζω ὁμοῦ ἢ ὁλικῶς, τὸν σῖτον πάντα Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 1, πρβλ. Ἀθήν. 6Α, 214Ε.
French (Bailly abrégé)
acheter avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀγοράζω.
Greek Monolingual
Α
1. αγοράζω μαζί
2. συχνάζω μαζί με κάποιον στην αγορά.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγοράζω:
1) скупать (τὸν σῖτον πάντα Arst.);
2) вместе проводить время на рыночной площади (συμπίνειν καὶ σ. Plut.).