παθικός
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ή, όν,
A remaining passive: hence Lat. pathicus, i.e. qui muliebria patitur, Juv.2.99, etc.
German (Pape)
[Seite 437] sich leidend verhaltend, der unnatürliche Unzucht mit sich treiben läßt, Martial.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰθικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν , κίναιδος, τὸ Λατ. pathicus, δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial.
Greek Monolingual
παθικός, -ή, -όν (Α) πάθος
αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική συνεύρεση, που προσφέρει τον εαυτό του σε ασέλγεια, ο κίναιδος.