παρατήρημα

From LSJ
Revision as of 13:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατήρημα Medium diacritics: παρατήρημα Low diacritics: παρατήρημα Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΗΜΑ
Transliteration A: paratḗrēma Transliteration B: paratērēma Transliteration C: paratirima Beta Code: parath/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A observation, D.H. Amm.2.17 (pl.), Dem.13 ; of auguries, Hsch., Phot.    2. condition to be observed, Alex.Aphr.in Top.515.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 503] τό, das woneben od. wobei Beobachtete, VLL. erkl. es bes. von der Beobachtung der Vogelzeichen.

Greek (Liddell-Scott)

παρατήρημα: τό, παρατήρησις, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 17, περὶ Δημ. 13, Ὠριγέν. IV, 421C, Βασίλ. IV, 677C· ἐπὶ οἰωνῶν, «παρατηρημάτων· ἐπιτηρήσεων, παραφυλάξεων, κληδονισμῶν τε καὶ ἀπαντήσεων» Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ παρατηρώ
η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο της
νεοελλ.
φρ. «κακό παρατήρημα» — κακός οιωνός, κακό σημάδι
αρχ.
1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτων
επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.)
2. ο όρος που πρέπει να τηρηθεί.