προσπορπατός

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορπᾱτός Medium diacritics: προσπορπατός Low diacritics: προσπορπατός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΠΑΤΟΣ
Transliteration A: prosporpatós Transliteration B: prosporpatos Transliteration C: prosporpatos Beta Code: prosporpato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

προσπορπᾱτός: -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη, καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσπορπᾱτός: пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.

Middle Liddell

προσ-πορπᾱτός, ή, όν πορπάω
fastened on with a πόρπη, pinned down, Aesch.