ὕσκλος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ὁ,
A the latchet or eyelets of a sandal, ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων, Hsch.; ὕσκλοι· ἀγκύλοι, Theognost.Can.24; written ὕσχλος in Poll.7.80; τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα, Phryn.PS p.25 B . . hence ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι.
Greek (Liddell-Scott)
ὕσκλος: ὁ, ἡ ἄκρα (corrigiae ansulae) σανδαλίου ὅπου ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ ὑπόδημα εἰς τὸν πόδα, Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 80· ἐντεῦθεν ἕπτυσκλος, ἐννέϋσκλος· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.
Frisk Etymology German
ὕσκλος: ὕσχλος
{húsklos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Vorrichtung (ἀγκύλη, βρόχος) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. PS, Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον ὑπόδημα H. (Hermipp. 67).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft.
Page 2,974