τετρακάμαρος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A with four vaults, Hero *Stereom.2.1.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θόλους ή τέσσερεις αψίδες
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρακάμαρον
οικοδόμημα με τέσσερεις αψίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κάμαρος (< καμάρα)].