τρίχορδος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίχορδος Medium diacritics: τρίχορδος Low diacritics: τρίχορδος Capitals: ΤΡΙΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: tríchordos Transliteration B: trichordos Transliteration C: trichordos Beta Code: tri/xordos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A of or with three strings, βάρβιτος Anaxil.15 (but Poll.4.60 gives -χορδον as the name of the instrument); τρίχορδα (sc. ποιήματα) Plu.2.1137b (ὀλιγόχορδα cj. Volkmann).

German (Pape)

[Seite 1150] dreisaitig, von, mit drei Saiten, βάρβιτος, Anaxil. bei Ath. IV, 183 b; τὸ τρίχορδον, ein mit drei Saiten bezogenes Tonwerkzeug, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχορδος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς χορδάς, βαρβίτους τριχόρδους... ἐξηρτυόμαν Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 2 (ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ)· λύρα Πλούτ. 2. 1137Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois cordes.
Étymologie: τρεῖς, χορδή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχορδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις χορδές
2. (τα ουδ. ως ουσ.) το τρίχορδο
μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η πανδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. τετρά-χορδος].

Russian (Dvoretsky)

τρίχορδος: (ῐ) трехструнный (λύρα Plut.).