ἐξιτήριος
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον,
A of or for departure, ἐξιτήρια εὐωχεῖσθαι IG3.1184.21 (iii A. D.): -τήρια, τά, day of leaving office, at Athens, Hsch.
German (Pape)
[Seite 884] zum Ausgehen, Weggehen gehörig, λόγος, Abschiedsrede, K. 8. u. a. Sp.; εὐχή, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιτήριος: -ον, ἐξιτήριος λόγος, ἀποχαιρετιστικός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 529Α, 600C, Στουδ. 892C. 2) ὡς οὐσ., τὸ ἐξιτήριον, τὸ ἀποχαιρετιστήριον προσφώνημα, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1024Α. 3) ἐξιτήρια, τά, «ἡμέρα, ἐν ᾗ τὰς ἀρχὰς ἀπετίθεντο Ἀθήνησιν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐξιτήριος, -ον) έξειμι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο
δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
αποχαιρετιστήρια προσφώνηση, λόγος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
συστατικό γράμμα
αρχ.
φρ. «ἐξιτήρια (ἱερά)» — θυσία στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την εξουσία.