ὁμοπολέω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
trans.,
A move together, πάντα Pl.Cra.405d sq.
German (Pape)
[Seite 339] zusammen, zugleich bewegen, Plat. Crat. 405 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοπολέω: κινῶ ὁμοῦ, πάντα Πλάτ. Κρατ. 405D, κἑξ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοπολέω: двигать(ся) вместе, приводить в общее или стройное движение (πάντα Plat.).