ἐξαίτησις

From LSJ
Revision as of 15:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαίτησις Medium diacritics: ἐξαίτησις Low diacritics: εξαίτησις Capitals: ΕΞΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: exaítēsis Transliteration B: exaitēsis Transliteration C: eksaitisis Beta Code: e)cai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A demanding one for punishment or torture, D.49.55, IG22.457b19 (iv B. C.), Inscr.Prien.121.26 (i B. C.).    II intercession, ἡ τῶν φίλων ἐ. D.59.117.    III demand for satisfaction, D.S.8 Fr.25.    IV petition, prayer, PMag.Par.1.434.

German (Pape)

[Seite 865] ἡ, das Herausfordern, – a) die Forderung der Auslieferung, Dem. 49, 55. – b) die Fürbitte um Freisprechung, Dem. 59, 117.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τινα πρὸς τιμωρίαν ἢ βάσανον, Δημ. 1200. 27. ΙΙ. = παραίτησις, παράκλησις, μεσιτεία, ὁ αὐτὸς 1385. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 instance judiciaire, poursuite, réclamation;
2 intercession.
Étymologie: ἐξαιτέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 reclamación, exigenciapara que alguien sea castigado o entregado, D.49.55, IG 22.457b.19, IPr.121.26 (I a.C.), D.C.55.9, Iambl.VP 133, Lib.Decl.23.5
demanda, reivindicación οἱ ... πρεσβευταὶ κατὰ τὴν ἐξαίτησιν ἀπόκρισιν ἔλαβον D.S.8.25.
2 petición, plegaria, súplica c. gen. subjet. ἡ τῶν φίλων ἐ. ὠφέλησεν αὐτόν D.59.117, c. gen. obj. τῆς πράξεως PMag.4.434, ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐ. Cyr.Al.M.77.1269B, ἐ. πρὸς Ἥλιον PMag.4.1290, cf. Ath.Al.M.28.1552B.

Greek Monolingual

ἐξαίτησις, η (Α) εξαιτώ
1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.)
2. μεσολάβηση, επέμβαση
3. αίτηση για ικανοποίηση
4. παράκληση.

Greek Monotonic

ἐξαίτησις: -εως, ἡ,
I. απαίτηση κάποιου για τιμωρία, σε Δημ.
II. μεσολάβηση, μεσιτεία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαίτησις: εως ἡ
1) требование о выдаче Dem.;
2) просьба (за кого-л.), заступничество Dem.

Middle Liddell

ἐξαίτησις, εως [from ἐξαιτέω n
I. a demanding one for punishment, Dem.
II. intercession, Dem.