ἐργαστηριακός
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ή, όν,
A practising a handicraft, ἄνθρωποι Plb.38.12.5 : -κοί, οἱ, work-people, D.S.31.25.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐργαστηριακός, -ή, -όν) εργαστήριο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε εργαστήριο («εργαστηριακή έρευνα»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασία («πλῆθος ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργαστηριακόν
φόρος που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί.