ὁλόλιθος

From LSJ
Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόλῐθος Medium diacritics: ὁλόλιθος Low diacritics: ολόλιθος Capitals: ΟΛΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: holólithos Transliteration B: hololithos Transliteration C: ololithos Beta Code: o(lo/liqos

English (LSJ)

ον,

   A of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.

German (Pape)

[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλιθος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν ογκόλιθο
2. αυτός που αποτελείται ολόκληρος μόνο από λίθους.