βοόκραιρος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον,
A ox-horned, ib.13.314.
German (Pape)
[Seite 453] ochsenhornig, Nonn. D. 13, 314 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βοόκραιρος: -ον, ὁ ἔχων κέρατα βοός, Νόνν. Δ. 13. 314.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cuernos bovinos, astadode Dioniso, Nonn.D.41.242, 43.15.
2 propio del astado, bovino λέκτρα dicho de Aqueloo, Nonn.D.13.314, Pamprepius 3.46.
Greek Monolingual
βοόκραιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -κραιρος < κραίρα «κέρατο» (πρβλ. εύκραιρος)].