λισπόπυγος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λισπόπῡγος Medium diacritics: λισπόπυγος Low diacritics: λισπόπυγος Capitals: ΛΙΣΠΟΠΥΓΟΣ
Transliteration A: lispópygos Transliteration B: lispopygos Transliteration C: lispopygos Beta Code: lispo/pugos

English (LSJ)

ον,

   A smooth-buttocked, epith. of κίναιδοι, Phryn.PS p.86 B., Poll.2.184; cf. Suid. s.v. λίσποι:—also λισπόπυξ, Eust. 1288.46: acc. pl. λισπόπυγας Sch.Ar.Eq.1365.

Greek (Liddell-Scott)

λισπόπῡγος: -ον, ὁ ἔχων λείαν, ἀποτετριμμένην τὴν πυγήν, ἢ λεπτὸς τὰ ὀπίσθια, ἐπίθετον τῶν κιναίδων, Α. Β. 50, Πολυδ. Β΄, 184, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. λίσποι· ― αἰτ. πληθ. λισπόπυγας (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. λισπόπυξ) Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1365, Εὐστ. 1288. 46.

Greek Monolingual

λισπόπυγος, -ον (Α)
(για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί-πυγος, λεπτό-πυγος].