ἀσώματος

From LSJ
Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσώμᾰτος Medium diacritics: ἀσώματος Low diacritics: ασώματος Capitals: ΑΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: asṓmatos Transliteration B: asōmatos Transliteration C: asomatos Beta Code: a)sw/matos

English (LSJ)

ον,

   A disembodied, incorporeal, Pl.Phd.85e, al., Arist.Ph.209a16, de An.404b31, al., Epicur.Ep.1p.22U., Stoic.2.117, etc.; σῶμα ἀσωματώτατον Arist.de An.409b21: Comp. -ώτερος Id.Ph.215b5. Adv. -τως Iamb.Myst.5.16, Procl. Inst.142, Dam.Pr.376.    II non-metallic, Maria ap.Zos.Alch. p.196B.    III in Law, not specified in the body of a document, PSI 6.709.19.

German (Pape)

[Seite 382] (σῶμα), unkörperlich, Cic. N. D. 1, 12; Plut. adv. St. 30 u. öfter Anthol., z. B. I, 33. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσώμᾰτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἔχων σῶμα, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κ. ἄλλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 10, περὶ Ψυχ. 1. 2, 20, κ. ἀλλ.· ἀσωματώτατον ὁ αὐτ. 1. 5, 4. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ., κτλ.: ― καὶ ἀσωματοειδής, ές, Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans corps, incorporel.
Étymologie: ἀ, σῶμα.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incorpóreo, inmaterial Ἀνάγκη Orph.Fr.54, τὸ ὄν Meliss.B 9, Numen.7.2, ἁρμονία Pl.Phd.85e, αἱ ἀρχαί Arist.de An.404b31, πῦρ Arist.de An.405a7 (= Democr.A 101), δύναμις Gal.17(2).248, ἡ ψυχὴ ... σῶμα ... ἀσωματώτατον Arist.de An.409b21, ἡ ψυχὴ καθαρθεῖσα ... ἀ. Plot.1.6.6, τὸ κενόν Epicur.Ep.[2] 67, χρόνος Chrysipp.Stoic.2.117, ὕλη Plot.2.4.1, φύσις Plot.2.4.9, ἡ κίνησις Aristid.Quint.108.15, πανήγυρις Philostr.VA 8.18
de nociones geom. αἱ ἐπιφάνειαι καὶ αἱ γραμμαί Plu.2.63c, μονάς Hero Def.1, τὸ πέρας S.E.M.3.81, αἱ διαστάσεις S.E.M.3.84
ref. a la divinidad θεὸς ἄλλο τι ἢ ἄνθρωπος ἀσώματος D.C.30.3, esp. en lit. crist. δαιμόνιος Ign.Sm.3.2, πνεῦμα Clem.Al.Fr.39, cf. Eus.DE 4.13.1, Gr.Nyss.Eun.1.166
subst. τὰ ἀσώματα Arist.Ph.209a16, Didym.Eun.M.29.680B.
2 informe, no organizado en formas corpóreas ἡ δὲ ἀσώματος ἐν μυχοῖς φύσις ἐξέτευξε παντάμορφα σπλάγχνων γένη Hp.Ep.23.
3 alquim. que no es cuerpo sólido τὸ ἀσώματον lo que no es metal, la materia volátil en los minerales, Maria Alch. en Zos.Alch.194, 195, 196.
4 que no tiene cuerpo de una cabeza separada de su tronco νέκυς ἀσώματος AP 9.52 (Carph.).
5 en pap. no mencionado en un documento σωματικοῦ τε καὶ ἀσωμάτου conste o no conste en el contrato, PSI 709.19 (VI d.C.), cf. PMich.659.158 (VI d.C.), 663.8 (VI d.C.), PMasp.299.14 (VII d.C.).
II adv. -ως en abstracto Iambl.Myst.5.16, Procl.Inst.142, Dam.in Prm.376.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσώματος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σώμα ή σωματική υπόσταση
2. αυτός που υπάρχει ως πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
(ως ουσ., συνήθως στον πληθ.) οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι
νεοελλ.
ο ναός των Αρχαγγέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σώματος < σώμα (πρβλ. ηδυσώματος, τρισώματος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀσώμᾰτος: -ον (σῶμα), ασώματος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσώμᾰτος: бестелесный, бесплотный Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

σῶμα
unembodied, incorporeal, Plat.