ἑκατόγχειρος

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόγχειρος Medium diacritics: ἑκατόγχειρος Low diacritics: εκατόγχειρος Capitals: ΕΚΑΤΟΓΧΕΙΡΟΣ
Transliteration A: hekatóncheiros Transliteration B: hekatoncheiros Transliteration C: ekatogcheiros Beta Code: e(kato/gxeiros

English (LSJ)

ον,

   A hundred-handed, of Briareus, Il.1.402.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, dasselbe, Briareus, Il. 1, 402.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατόγχειρος: -ον, ἔχων ἑκατὸν χεῖρας· ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἰλ. Α. 402: - ἑκατόγχειρ, ὁ, ἡ, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, κτλ. Ἑκατόγχειρες ἦσαν ὁ Βριάρεως, ὁ Γύγης ἢ Γύας καὶ ὁ Κόττος, τέκνα Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἀπολλόδ. 1. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent mains, à cent bras.
Étymologie: ἑκατόν, χείρ.

English (Autenrieth)

hundred-handed, Il. 1.402†.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόγχειρος) -ον
centímanode Briareo Il.1.402, gener. ζῶον c. alusión al término mítico, Nicom.Ar.1.14.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόγχειρος: -ον (χείρ), αυτός που έχει εκατό χέρια, λέγεται για τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-χειρ, , , σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόγχειρος: сторукий (Βριάρεως Hom.).

Middle Liddell

ἑκᾰτόγ-χειρος, ον χείρ
hundred-handed, of Briareus, Il.:— ἑκατόγ-χειρ, Plut.