γλισχρεύομαι
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
English (LSJ)
A to be close, stingy, M.Ant.5.5.
Greek (Liddell-Scott)
γλισχρεύομαι: ἀποθ., εἶμαι γλίσχρος, φειδωλός, μικρολόγος, Μ. Ἀντων. 5. 5.
Spanish (DGE)
ser pegajoso, de donde fig. ser avaro, mezquino Plu.Prou.1.84, M.Ant.5.5, Eust.279.19.
Greek Monolingual
γλισχρεύομαι (AM) γλίσχρος
είμαι γλίσχρος, φειδωλός, τσιγγουνεύομαι.