συχνάζω

From LSJ
Revision as of 15:23, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠχνάζω Medium diacritics: συχνάζω Low diacritics: συχνάζω Capitals: ΣΥΧΝΑΖΩ
Transliteration A: sychnázō Transliteration B: sychnazō Transliteration C: sychnazo Beta Code: suxna/zw

English (LSJ)

   A to be frequent, do or come frequently, = θαμίζω, EM299.31.

Greek (Liddell-Scott)

συχνάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = θαμίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν συχνός / συχνιός]
πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου.