μαίνομαι

From LSJ
Revision as of 14:28, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαίνομαι Medium diacritics: μαίνομαι Low diacritics: μαίνομαι Capitals: ΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: maínomai Transliteration B: mainomai Transliteration C: mainomai Beta Code: mai/nomai

English (LSJ)

fut.

   A μᾰνοῦμαι Hdt.1.109, μᾰνήσομαι AP11.216 (Lucill.), D.L.7.118 (neither found in Att.): pf. with pres. sense μέμηνα A.Pr. 977, S.El.879, Ar.Byz. ap. Ath.13.586f; Dor. μέμηνα dub. in Alcm. 68; also in pass. form μεμάνημαι [ᾰ] Theoc.10.31: aor. Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι, Hdt.3.30, E.Ba.1295: also aor. Med. ἐμηνάμην CPHerm.7.18 (iii A. D.); poet. 2sg. ἐμήναο prob. in Bion 1.61, 3sg. μήνατο Theoc.20.34; part. μηνάμενος AP9.35 (Antiphil.):—on the act. forms, v. infr. 11.—Hom. uses only pres. and impf.:—rage, be furious, in Il. freq. of martial rage, μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα 5.717, cf. 6.101, Od.9.350, etc.; χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Il.16.245; μαίνεται ἐγχείη ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι ib.75; δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν 8.111; rage with anger, πατὴρ… φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι ib.360; ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ ib.413; φρεσὶ μαινομένῃσιν 24.114; μαινομένᾳ κραδίᾳ A.Th. 781, E.Med.432 (both lyr.); μανείσᾳ πραπίδι Id.Ba.999 (lyr.); ὁ μανείς the madman, S.Aj.726; μ. καὶ παραπαίω Pl.Smp.173e, etc.; αἱ τῶν μεμηνότων αἰσθήσεις Aristocl. ap. Eus.PE14.20; to be mad with wine, Od. 18.406, 21.298; μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Luc.DDeor.18.2; of Bacchic frenzy, μαινόμενος Διώνυσος Il.6.132; [Θυιάδες] μαινόμεναι S.Ant. 1152 (lyr.); Διονύσῳ μαίνεσθαι Paus.2.7.5; ἐπὶ τῷ Δ. Alex.223; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be inspired by... driven mad by... Hdt.4.79, cf. μάντις; τὸ μαίνεσθαι madness, S.OC1537; πλεῖν ἢ μαίνομαι I am beside myself with joy, Ar.Ra.103, 751; of madness in animals, Plu.2.641c, al.; later simply, = ὀργίζομαι, μαινόμενος ὅτι… PCair.Zen.41.11 (iii B. C.): freq. with words of manner, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ' ἀνεκτῶς Il.8.355; τάδε μαίνεται 5.185: c. acc. cogn., μεμηνότ' οὐ σμικρὰν νόσον A.Pr. l. c.; μ. μανίας Ar.Th.793; μ. μανίαν ἐρρωμένην Luc.Ind.22: c. dat., μ. γόοισι φρήν A.Th.967 (lyr.); τόλμῃ X.Cyr.1.4.24; πόνοις at or because of... A.Supp.562 (lyr.); τοῖς εὑρήμασιν E.Cyc.465; ἐπί τινι (sc. φιλοτιμίᾳ) Id.Ph.535 (but ἐπί τινι, of love, Theoc.10.31); ἀμφί τινι Semon.7.33; εἰς τὴν ποιητικήν D.S.14.109; κατά τινος Luc.Abd. 1; ὑφ' ἡδονῆς S.El.1153.    2 of things, rage, riot, esp. of fire, ὡς ὅτ'… ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται Il.15.606, cf. Tryph.230; μαινόμενος οἶνος a hot, strong wine, Pl.Lg.773d; of feelings, ἐλπὶς μαινομένη Orac. ap. Hdt.8.77; ἔρις A.Th.935 (lyr.); ἄχεα S.Aj.957 (lyr.); μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Id.Ant.135 (lyr.); σὺν μ. δόξᾳ E.Ba.887 (lyr.).    3 ἄμπελος μαινομένη, of a vine that is never done bearing fruit, Arist. Mir.846a38, Thphr.CP1.18.4.    4 μαινόμενα ἕλκη malignant ulcers, Asclep. ap. Aët.15.14.    II aor. 1 Act. ἔμηνα, in causal sense, madden, E.Ion520 (troch., prob. in IA580 (lyr.)), Ar.Th.561; enrage, X.HG3.4.8: pres. μαίνω first in Orph.H.71.6. (Cf. μέμονα.)

Greek (Liddell-Scott)

μαίνομαι: μέλλ. μᾰνοῦμαι Ἡρόδ. 1. 109, μᾰνήσομαι Ἀνθ. Π. 11. 116, Διογ. Λ. 7. 118, ἀλλ’ οὔτε ὁ πρῶτος οὔτεδεύτερος ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. μέμηνα Ἀλκμὰν 62, καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. τύπῳ μεμάνημαι [ᾰ] Θεόκρ. 10. 31· παθ. ἀόρ. ἐμάνην, μετοχ. μᾰνείς, ἀπαρ. μᾰνῆναι Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως μέσ. ἀόρ. ἐμήναο, μήνατο Βίων 1. 61, Θεόκρ. 20. 34 (πρβλ. ἐπιμαίνομαι)· μηνάμενος Ἀνθ. Π. 9. 35· - περὶ τῶν ἐνεργ. τύπων ἴδε κατωτ. ΙΙ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἐκ τῆς ῥίζης √ΜΑ, *μάω). Μαίνομαι, εἶμαι μανιώδης, ἐν Ἰλ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμικῆς μανίας ἢ ὁρμῆς, μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα Ε. 717, πρβλ. Ζ. 101, Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· οὕτω, χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Ἰλ. Π. 245· μαίνεται ἐγχείη Π. 75· δόρυ μαίνεται ἐν παλάμησιν Θ. 111· - ὡσαύτως, μαίνομαι ἐξ ὀργῆς, πατήρ... φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν αὐτόθι 360· ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ αὐτόθι 413· φρεσὶ μαινομένῃσιν Ω. 114· μαινομένᾳ κραδίᾳ Αἰσχύλ. Θήβ. 781, Εὐρ. Μήδ. 432· μανείσᾳ πραπίδι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 999· ὁ μανείς, ὁ παράφρων, «τρελλός», Σοφ. Αἴ. 726· μ. καὶ παραπαίω, Πλάτ. Συμπ. 173Ε, κτλ.· εἶμαι παράφρων ἕνεκα οἰνοποσίας, Ὀδ. Σ. 406., Φ. 298· μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 2· - ὡσαύτως ἐπὶ Βακχικῆς μανίας, μαινόμενος Διόνυσος Ἰλ. Ζ. 132· [Θυιάδες] μαινόμεναι Σοφ. Ἀντ. 1152· μαίνεσθαι Διονύσῳ Παυσ. 2. 7, 5· ἐπὶ τῷ Δ. Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 5· ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ., διατελῶ ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ..., γίνομαι παράφρων τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ..., Ἡρόδ. 4. 79, ἔνθα ἴδε Valck.· πρβλ. μάντις· - τὸ μαίνεσθαι, μανία, παραφροσύνη, Σοφ. Ο. Κ. 1537· πλεῖνμαίνομαι, πλειότερόν τι τῆς παραφροσύνης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 103. 751· - συχνάκις μετὰ προσδιορισμοῦ τοῦ τρόπου, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ἰλ. Θ. 355· τάδε μαίνεται Ε. 185· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., μεμηνότ’ οὐ σμικρὰν νόσον Αἰσχύλ. Πρ. 977· μ. μανίας Ἀριστοφ. Θεσμ. 793· μ. μανίαν ἐρρωμένην Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 25· μετὰ δοτ., μ. γόοις Αἰσχύλ. Θήβ. 966· τόλμῃ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· πόνοις, πρὸς τοὺς πόνους, ἢ ἕνεκα τῶν πόνων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 562· τοῖς εὑρήμασιν Εὐρ. Κύκλ. 465· οὕτω, ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 535· ἀμφί τινι Σιμων. Ἰαμβ. 6. 33· εἴς τι Διόδ. 14. 109· κατά τινος Λουκ. Ἀποκηρυτ. 1· ὑφ’ ἡδονῆς Σοφ. Ἠλ. 1153. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μανιωδῶς φέρομαι, ἐπιφέρω βλάβην, κυρίως ἐπὶ τοῦ πυρός, ὡς ὅτ’... ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνεται Ἰλ. Ο. 606, κτλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἢ ἄλλων στοιχείων, Wern. εἰς Τρυφ. 230· μαινόμενος οἶνος, ἰσχυρός, δυνατὸς οἶνος, Πλάτ. Νόμ. 733D· ἐπὶ αἰσθημάτων, μαινομένη ἐλπὶς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· ἔρις Αἰσχύλ. Θήβ. 936· ἄχεα Σοφοκλ. Αἴ. 757, πρβλ. Ἀντ. 135· σὺν μ. δόξᾳ Εὐριπ. Βάκχ. 887. 3) ἄμπελος μαινομένη, ἐπὶ ἀμπέλου ἥτις οὐδέποτε παύεται καρποφοροῦσα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 161, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 4. ΙΙ. ἀόριστός τις α΄ ἐνεργητικ. ἔμηνα, μετὰ μεταβ. σημασίας ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 520, Ἀριστοφ. Θεσμ. 561· ἐμβάλλω εἰς μανίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν Εὐρ. Ι. Α. 581, ὁ Hermann διορθοῖ: ὅτε σε κρίσις ἔμανε [βέλτιον ἔμηνε] θεῶν, ἀντὶ ἔμενε (ἐνῷ παρὰ Βίωνι 1. 61, ὁ Brunck ἐπανορθοῖ τὸν μέσ. ἀόρ. ἐμήναο) ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας· - ὁ ἐνεστὼς μαίνω πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 70. 6· πρκμ. μεμάνηκα (ἐπι-) παρὰ Κυρίλλῳ· καὶ ἐν Ἐπικ. μετοχ. μεμανηώς, παράφρων, παραφρονήσας, ἐν Χρησμ. Σιβ. 11 (9). 137.

French (Bailly abrégé)

v. μαίνω.

English (Autenrieth)

ipf. μαίνετο: be mad, rave, rage, Il. 6.132, Od. 18.406; often of the frenzy of battle, Il. 5.185, Od. 11.537; fig., of the hand, weapons, fire, Il. 16.75, Il. 8.111, Il. 15.606.

English (Slater)

μαίνομαι
   1 be insane μαινομέναις φρασὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο (P. 2.26)

English (Strong)

middle voice from a primary mao (to long for; through the idea of insensate craving); to rave as a "maniac": be beside self (mad).

English (Thayer)

(from Homer down); to be mad, to rave: said of one who so speaks that he seems not to be in his right mind, σωφροσύνης ῤήματα ἀποφθέγγεσθαι, δαιμόνιον ἔχειν, ἐμμαίνομαι.)

Greek Monolingual

(AM μαίνομαι)
1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.)
2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.)
3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α. «μαίνεται η θύελλα» β. «ὡς ὅτ'... ὀλοὸν πῡρ οὔρεσι μαίνηται», Ομ. Ιλ.)
4. (η μτχ. ενεστ. και παθ. αορ. ως επίθ.) μαινόμενος, -η, -ο(ν) και μανείς, -εῑσα, -έν
παράφρων, τρελός
μσν.
1. επιθυμώ κάτι μέχρι μανίας («καὶ πίστευσον, ἐμάνην το, καὶ θέλω νὰ τὸ φάγω», Πρόδρ.)
2. απεχθάνομαι, μισώ κάποιον
αρχ.
1. βρίσκομαι σε βακχική έκσταση («ταύτας τὰς γυναῑκας ἱερὰς εἶναι καὶ Διονύσῳ μαίνεσθαι λέγουσιν», Παυσ.)
2. γίνομαι ένθεος, εμπνέομαι, καταλαμβάνομαι από το θείο («καὶ ὑπὸ τοῦ θεοῡ μαίνεται», Ηρόδ.)
3. (ως ενεργ.) μαίνω
κάνω κάποιον τρελό («ὅτι σε κρίσις ἔμηνε θεᾱν», Ευρ.)
4. (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μαίνεσθαι
μανία, παραφροσύνη
5. φρ. α) «ἄμπελος μαινομένη» — το αμπέλι που δεν σταματά ποτέ να καρποφορεί
β) «οἶνος μαινόμενος» — πολύ δυνατό κρασί
γ) «μαινόμενα ἕλκη» — κακοήθεις πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίνομαι (< μαν-jομαι, με επένθεση του -j-) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα man- της ΙΕ ρίζας men- «σκέπτομαι, διαλογίζομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. manyate και αβεστ. mainyeite «μεριμνώ, διαλογίζομαι, σκέπτομαι», ιρλδ. (do) muiniur «θεωρώ, σκέπτομαι», αρχ. σλαβ. mīnjo και λιθουαν. miniu «διαλογίζομαι»). Από ό,τι φαίνεται, το ρ. μαίνομαι εξελίχθηκε πολύ νωρίς από τη γενική σημ. «σκέπτομαι, διαλογίζομαι» στη σημ. της έκστασης, της μανίας. Έχει, τέλος, διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. μαίνομαι συνδέεται με τη λ. μένος, παρ' όλο που ο τ. αυτός έχει περισσότερο τη σημ. «πολεμική μανία» (πρβλ. το χωρίο, από την Ιλιάδα: «ἀλλ' ὅδε λίην / μαίνεται οὐδὲ τίς οἱ δύναται μένος ἰσοφαρίζειν»), και με το ρ. μιμνήσκω. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με σιγμόληκτο θέμα σε σύνθετα του τύπου -μανής.
ΠΑΡ. μαινάδα(-άς), μανία
αρχ.
μαινόλης.
ΣΥΝΘ. (Β'συνθετικό) εκμαίνομαι
αρχ.
αντιμαίνομαι, απομαίνομαι, εμμαίνομαι, επιμαίνομαι, καταμαίνομαι, παραμαίνομαι, παρεμμαίνομαι, περιμαίνομαι, προσεκμαίνομαι, συμμαίνομαι, υπερμαίνομαι, υπομαίνομαι
νεοελλ.
αυτομαίνομαι].

Greek Monotonic

μαίνομαι: (από √ΜΑΝ), μέλ. μᾰνοῦμαι και μᾰνήσομαι, παρακ. με σημασία ενεστ. μέμηνα, σε Παθ. μορφή μεμάνημαι [ᾰ]· Παθ. αόρ. βʹ ἐμάνην, μτχ. μᾰνείς, απαρ. μᾰνῆναι, Μέσ. αόρ. αʹ ἐμήναο, μήνατο, μηνάμενος· I.1. μανιάζω, είμαι έξαλλος, σε Όμηρ.· ὁ μανείς, ο τρελός, σε Σοφ.· είμαι εκτός ορίων από οινοποσία, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Βακχική μανία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνομαι, οδηγούμαι στην τρέλα από τον θεό, σε Ηρόδ.· τὸ μαίνεσθαι, τρέλα, σε Σοφ.· πλεῖνμαίνομαι, περισσότερο κι από την τρέλα, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., μεμηνὼς οὐ σμικρὰν νόσον, τρελός σε βαριά μορφή, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για φωτιά, είμαι έξαλλος, οργιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, μαινομένη ἐλπίς, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· ἔρις, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. Ενεργ. αόρ. αʹ ἔμηνα, με μτβ. σημασία, οδηγώ στην τρέλα, βγάζω εκτός ορίων, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μαίνομαι: (med. к μαίνω; fut. μᾰνοῦμαι и μᾰνήσομαι, aor. 1 ἐμηνάμην, aor. 2 ἐμάνην, pf.-praes. μέμηνα; pf. pass. μεμάνημαι; part. μᾰνείς; inf. μᾰνῆναι) (тж. μ. νόσον Aesch. и μ. μανίας Arph.) быть в исступлении, бесноваться, бушевать, буйствовать, неистовствовать, свирепствовать (ὅτε μαίνετο Ἓκτωρ, πῦρ μαίνεται Hom.; δαιμόνιον ἔχειν καὶ μ. NT): δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν Hom. копье (само) ходит в руках; μ. τόλμῃ Xen. быть охваченным безумной отвагой; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται Her. он одержим божеством; μ. γόοισι Aesch. обезуметь от горя; μ, ὑφ᾽ ἡδονῆς Soph. быть вне себя от радости (ликовать); μ. ὑπὸ ποτοῦ Luc. буйствовать во хмелю; μαινόμενος οἶνος Plat. крепкое (пьянящее) вино; ἐλπίδι μαινομένῃ Her. в безрассудной надежде; σὺν μαινομένᾳ δόξᾳ Eur. в безумном ослеплении - см. тж. μαίνω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: rage, be furious, of the senses, be excited (Il.); rarely act. ἐκ-μαίνω make furious (E., Ar.; μαίνω Orph.), aor. μῆναι (S., E.) with intr. midd. μήνασθαι (Z 160, Theoc.)
Other forms: aor. μανῆναι (IA.), fut. μανέεται (Hdt.), perf. (with pres.-mean.) μέμηνα (A., S.).
Compounds: also with prefix, e.g. ἐκ-, περι-, ὑπο-, ἐν-.
Derivatives: 1. From the present: μαινάς, -άδος f. the raging, Bacchantess, Mänade (Il.; Schwyzer 508, Sommer Münch. Stud. 4, 4); μαινόλης, Aeol. Dor. -λας, f. -λις raging, excited (Sapph., A.; Schwyzer 408 and Mus. Helv. 3, 49ff., Chantraine Form. 237). 2. From the root: μανία, -ίη fury, madness (IA.) cf. Scheller Oxytonierung 39); μανικός, μανιώδης furious, raging (IA.), f. also μανιάς id. (after λύσσα: -άς, Schwyzer 508). Verbaladj. like ἐμ-μανής raging (IA), prob. hypostasis (to μανία) after ἐμ-φανής a.o. (ἐμ-μαίνομαι first Act. Ap., J.).
Origin: IE [Indo-European] [726] *men- think, be excited
Etymology: On μάντις etc. s. v. With the zero-grade yot-present μαίνομαι from *μαν-ι̯ο-μαι agree formally several forms from diff. languages: Skt. mányate = Av. mainyeite think, Celt., OIr. do-moiniur believe, have the opinion, Slav., e.g. OCS mьnjǫ think, consider as, Lith. miniù think, remember (innovation for older menù?; s. Fraenkel Wb. ), IE *mn̥-i̯o \/ e-. With μανῆ-ναι agree formally also the Balto-Slav. inf. Lith. minė́-ti, OCS mьně-ti as well as Goth. 3. sg. munai-Þ μέλλει, thinks (to do)'; genetic connection however is doubtful, as Goth. munaiÞ may as well agree with Skt. manāy-ati be eager and for posthom. μανῆναι (as if from μανέεται) also analogical origin (φαίνομαι : φανῆναι; J. Schmidt KZ 37, 44) is possible; on Lith. minė́ti etc. s. also Fraenkel l.c. and Lexis 2, 196. Also μήνασθαι (analogical or from *μαν-σ-, Chantraine Gramm. hom. 1, 412) and μέμηνα (after τακῆναι : τέτηκα a. o.) are Greek formations. With the formal reorganisation goes the semantic emancipation; the connection with the widespread group μένος, μέμονα, μιμνήσκω (s. vv.) can still be seen e.g. in Z 100 f.: ἀλλ' ὅδε λίην

Middle Liddell

[from Root !μαν]
I. to rage, be furious, Hom.; ὁ μανείς the madman, Soph.: to be mad with wine, Od.:—of Bacchic frenzy, Il., Soph.; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be driven mad by the god, Hdt.; τὸ μαίνεσθαι madness, Soph.; πλεῖνμαίνομαι more than madness, Ar.:—c. acc. cogn., μεμηνὼς οὐ σμικρὰν νόσον mad with no slight disease, Aesch.
2. of fire, to rage, riot, Il.; so, μαινομένη ἐλπίς Orac. ap. Hdt.; ἔρις Aesch., etc.
II. the aor1 act. ἔμηνα, in Causal sense, to madden, enrage, Eur., Xen.

Frisk Etymology German

μαίνομαι: (seit Il.),
{maínomai}
Forms: Aor. μανῆναι (ion. att.), Fut. μανέεται (Hdt.), Perf. (mit Präs.-bed.) μέμηνα (A., S.),
Grammar: v.
Meaning: rasen, toben, wüten, von Sinnen, verzückt sein; selten Akt. ἐκμαίνω in Wut versetzen (E., Ar.; μαίνω Orph.), Aor. μῆναι (S., E., Ar., X.) mit intr. Med. μήνασθαι (Z 160, Theok. u. a.).
Composita : auch mit Präfix, z.B. ἐκ-, περι-, ὑπο-, ἐν-,
Derivative: Ableitungen. 1. Vom Präsens: μαινάς, -άδος f. die Rasende, Bacchantin, Mänade (poet. seit Il.; Schwyzer 508, Sommer Münch. Stud. 4, 4); μαινόλης, äol. dor. -λας, f. -λις rasend, verzückt (Sapph., A. in lyr. u. a.; Schwyzer 408 und Mus. Helv. 3, 49ff., Chantraine Form. 237). 2. Von der Wurzel: μανία, -ίη Raserei, Wahnsinn (ion. att.); auf das Jotpräsens μαίνομαι morphologisch zu beziehen? (Scheller Oxytonierung 39 m. Lit.); davon μανικός, μανιώδης rasend, wütend (ion. att.), f. auch μανιάς ib. (nach λύσσα: -άς, Schwyzer 508). Verbaladj. wie ἐμμανής rasend (ion. att.), wohl Hypostase (zu μανία) nach ἐμφανής u.a. (ἐμμαίνομαι erst Act. Ap., J.). — Zu μάντις usw. s. bes.
Etymology : Zum schwundstufigen Jotpräsens μαίνομαι aus *μανι̯ομαι stimmen formal mehrere Formen aus verschiedenen Sprachen: aind. mányate = aw. mainyeite denken, kelt., air. do-moiniur glauben, meinen, slav., z.B. aksl. mьnjǫ meinen, halten für, lit. miniù gedenken, sich erinnern (Neubildung für älteres menù?; s. Fraenkel Wb. m. Lit.), idg. *mn̥-i̯o / e-. Mit μανῆναι decken sich formal auch die baltoslav. Inf. lit. minė́-ti, aksl. mьně-ti ebenso wie got. 3. sg. munai-þ ’μέλλει, gedenkt (zu tun)’; genetischer Zusammenhang ist aber fraglich, da got. munaiþ auch zu aind. manāy-ati eifrig sein stimmen kann und für das nachhom. μανῆναι (wie für μανέεται) auch analogischer Ursprung (φαίνομαι : φανῆναι; J. Schmidt KZ 37, 44) in Betracht kommt; zu lit. minė́ti usw. s. noch Fraenkel a.a.O. und Lexis 2, 196. Auch μήνασθαι (analogisch oder aus *μανσ-, Chantraine Gramm. hom. 1, 412) und μέμηνα (nach τακῆναι : τέτηκα u. a.) sind griechische Bildungen. Mit der formalen Neuordnung geht die semantische Emanzipation Hand in Hand; die Verbindung mit der weitverzweigten Sippe μένος, μέμονα, μιμνήσκω (s. dd. m. Lit.) schimmert noch durch z.B. in Ζ 100 f.: ἀλλ’ ὅδε λίην

Chinese

原文音譯:ma⋯nomai 買挪買
詞類次數:動詞(5)
原文字根:瘋狂 相當於: (הָלַל‎ / הַלְלוּיָהּ‎) (שָׁגַע‎)
字義溯源:發狂言,怒吼,瘋狂,失去控制,瘋,癲狂;源自(μάχομαι)X*=渴望)
同源字:1) (ἐμμαίνομαι)憤怒 2) (μαίνομαι)發狂言 3) (μανία)癲狂比較: (ἐξιστάνω / ἐξιστάω / ἐξίστημι)=心智迷惑
出現次數:總共(5);約(1);徒(3);林前(1)
譯字彙編
1) 你們⋯癲狂了(1) 林前14:23;
2) 我⋯瘋狂(1) 徒26:25;
3) 你瘋了罷(1) 徒26:24;
4) 你是瘋了(1) 徒12:15;
5) 瘋了(1) 約10:20