ἀναισχύντως
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
French (Bailly abrégé)
adv.
impudemment.
Étymologie: ἀναίσχυντος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισχύντως: бесстыдно Plat., Dem., Polyb.
English (Woodhouse)
(see also: ἀναίσχυντος) shamelessly