πεντετής
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
[Seite 558] ές, fünfjährig, σπονδαί, Ar. Ach. 188.
ής, ές :
c. πενταετής.
πεντετής -ές of πεντέτης -ετες [πέντε, ἔτος] van vijf jaar.