ἔντιμος

From LSJ
Revision as of 15:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντῑμος Medium diacritics: ἔντιμος Low diacritics: έντιμος Capitals: ΕΝΤΙΜΟΣ
Transliteration A: éntimos Transliteration B: entimos Transliteration C: entimos Beta Code: e)/ntimos

English (LSJ)

ον, (τιμή),    1 of persons, in honour, honoured, opp. ἄτιμος, Pl. Euthd.281c, etc.; τινί by another, S.El.239 (lyr.), Ant.25, etc.; παρά τινι Pl.Ti.21e: c. dat. rei, honoured with, σπονδαῖς E.Or.1688 (anap.); in office, Pl.R.564d; of men of high rank in Persia, X.Cyr.3.1.8, al.; opp. ἄδοξοι, D.3.29; = ἐπίτιμος, Decr. ap. eund.59.104.    2 of things, τὰ θεῶν ἔ. what is honoured in their sight, their ordinances or attributes, S.Ant.77; ἔ. ποιῆσαι τὴν τέχνην hold it in honour, Isoc.4.159; ἔ. ποιεῖν τι Arist.Pol.1286b15; ἔργα - ότερα (opp. ἀναγκαιότερα) ib. 1255b28; δαπανήματα -ότατα Id.EN1122b35; χώρα ἔ. place of honour, Pl.Epin.985e; ἔ. ἀπόλυσις, = Lat. honesta missio, PHamb.1.31.19 (ii A. D.).    3 Adv. -μως, ἄγειν τι Pl.R.528c, cf.Satyr.Vit.Eur.Fr. 39xviii27 (Pass.); ἔχειν τι Pl.R.528b; also ἐ. ἔχειν to be in honour, X.An.2.1.7: Sup. -ότατα D.C.63.17; -μως ἀπολελυμένος, = Lat. missus honesta missione, POxy.1471.6 (i A. D.), al.    II doing honour, honourable (to a person), λόγος Pl.Lg.855a.    III valuable, highly valued, [χώρα] Arist.Mete.352a12 (Comp.), cf. PLond.5.1708.33 (vi A. D.); of currency, accepted in exchange, opp. ἀδόκιμον, νόμισμα Pl.Lg.742a.

German (Pape)

[Seite 856] in Ehren, geehrt, geschätzt; von Menschen, τοῖς ἔνερθεν ἔντιμος νεκροῖς Soph. Ant. 25; El. 232; θεὸς ἀνθρώποις σπονδαῖς ἔσται ἔντιμος, der von den Menschen durch Spenden geehrt wird, Eur. Or. extr.; γενόμενος παρ' αὐτοῖς ἔντιμος Plat. Tim. 21 b. Ggstz ἄτιμος, Euthyd. 281 c; vgl. Lycurg. 41; οἱ ἔντιμοι, die Angesehenen, bes. von den Vornehmen bei den Persern, Xen. Cyr. oft. – Von Sachen, τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα, das was bei den Göttern geehrt ist, die göttlichen Rechte, Soph. Ant. 77; χρήματα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ Plat. Rep. VIII, 554 b; κλέος καὶ λόγος ἔντιμος, ehrenvoll, Legg. IX, 855 a; ἔντιμος χώρα Epin. 985 e; ταφή D. Hal. 2, 52; νόμισμα, die Werth hat, gültig ist, Plat. Legg. V, 742 a. – Adv. ἐντίμως, z. B. βεβιωκότες, die ehrenwerth gelebt haben, Plat. Legg. VI, 762 e; ἔχειν, ἄγειν τινά, ehren, hochschätzen, Rep. VII, 528 b; Xen. An. 2, 1, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντῑμος: -ον, (τιμή): 1) ὁ τιμώμενος, ἐπαινούμενος ἐπί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔκτιμος, μήτ’ εἴην ἔντιμος τούτοις Σοφ. Ἠλ. 239· ὁ ἐν τιμῇ ὤν, Ἀντ. 25, κτλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄτιμος, πότερον δ’ ἔντιμος ἢ ἄτιμος Πλάτ. Εὐθύδ. 281C· παρά τινι ὁ αὐτ. Πολ. 554Β· ἔντ. ποιεῖν τι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12: ― μετὰ δοτ. πράγμ., τιμώμενος ἔν τινι, σπουδαῖς ἔντιμος ἀεὶ Εὐρ. Ὀρ. 1688: ― οἱ ἔντιμοι, οἱ ἐν τιμῇ ὄντες, οἱ ἔχοντες ἀξίωμα, Λατ. honorati, Πλάτ. Πολ. 564D· ἰδίως ἐπὶ ἀνδρῶν ὑψηλὴν κατεχόντων θέσιν ἐν Περσίᾳ, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 8, κτλ.· ὡσαύτως, οἱ ἐπίτιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἄτιμοι ἢ ἄδοξοι, Δημ. 36. 21, πρβλ. 1380. 25. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τῶν θεῶν ἔντιμα, τὰ ἔντιμα παρὰ τοῖς θεοῖς, οἱ τῶν θεῶν νόμοι οἱ παρ’ αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἀνθρώποις ἔντιμοι, Σοφ. Ἀντιγ. 77· ἔντιμον αὐτοῦ (τοῦ Ὁμήρου) ποιῆσαι τὴν τέχνην, ἔχειν αὐτὴν τὴν τιμῇ, θεωρεῖν αὐτὴν ἔντιμον, Ἰσοκρ. 74Α. 3) Ἐπίρρ. ἐντίμως, ἄγειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 528C· οὕτως, ἐντ. ἔχειν τι αὐτόθι 528Β· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐντ. ἔχειν, εἶναι ἐν τιμῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. ΙΙ. ἐνδεικτικὸς τιμῆς, ἐπαινετικός, λόγος ἔντιμος λεγόμενος Πλάτ. Νόμ. 855Α. ΙΙΙ. ἔχων ἀξίαν, νόμισμα αὐτόθι 742Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
estimé, considéré, honoré : τινι par qqn ; οἱ ἔντιμοι les gens honorables ; les gens de haut rang, les personnages de distinction (chez les Perses) ; τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα SOPH le respect dû aux dieux;
Cp. ἐντιμότερος, Sp. ἔντιμότατος.
Étymologie: ἐν, τιμή.

Spanish (DGE)

(ἔντῑμος) -ον
I sent. pas.
1 de pers. o divinidades, frec. c. dat. de pers. o dat. c. prep. honrado, estimado por, respetado entre μήτ' εἴην ἔ. τούτοις ¡ojalá no sea yo entre éstos respetada! S.El.239, Ἐτεοκλέα ... κατὰ χθονὸς ἔκρυψε τοῖς ἔνερθεν ἔντιμον νεκροῖς S.Ant.25, Σόλων ἔφη ... σφόδρα τε γενέσθαι παρ' αὐτοῖς ἔντιμος Pl.Ti.21e, op. ἄτιμος Pl.Euthd.281c, τοὺς τοιούτους ἐντίμους ἔχετε estimad a este tipo de personas, Ep.Phil.2.29, c. dat. instrum. θεὸς ... σπονδαῖς ἔ. divinidad honrada con libaciones E.Or.1688
ref. la posición social distinguido, ilustre, principal τὸ μὴ ἔντιμον εἶναι el hecho de no recibir honores Pl.R.564d, τις Ἀρμενίων τῶν ἐντίμων X.Cyr.3.1.8, op. ἄδοξος D.3.29, γένος Plu.Num.21, cf. 2.208d, ἔνθα κῖτε ὁ Ῥεββὶ ... ὁ ἔ. SEG 29.968 (Nápoles IV/V d.C.), cf. Vett.Val.18.5, IUrb.Rom.1218.3 (III d.C.), en un banquete, Luc.Merc.Cond.26, μήποτε ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος no sea que haya sido invitado uno de más categoría que tú, Eu.Luc.14.8, τὸ γένος αὐτῶν τῆς πατρίδος ἐντιμότατον X.Ages.1.3, cf. Aen.Tact.22.15, IG 12(7).410.26 (Egíale, imper.)
en cont. relig. venerable de Dios, LXX 3Ma.6.13.
2 de cosas y abstr., gener. caro, preciado αὐτοῦ γὰρ μόνου (τοῦ κυρίου) ἐστὶν ἡ ἔ. δόξα A.Thom.A 19
neutr. plu. subst. τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα lo preciado entre los dioses S.Ant.77
ref. bienes econ. valioso, precioso, altamente apreciado λίθος LXX Is.28.16, cf. D.S.2.50, de esclavos Eu.Luc.7.2, op. ἄτιμος PLond.1708.33 (VI d.C.)
ἔντιμον ποιεῖν celebrar, honrar ἔντιμον αὐτοῦ (Ὁμήρου) ποιῆσαι τὴν τέχνην honrar el arte de Homero Isoc.4.159.
3 ref. el precio caro, de precio elevado ἔντιμον κατέλιπον τὸν σῖτον D.56.9
ref. una moneda legalmente aceptado τὸ νόμισμα κτητέον αὐτοῖς μὲν ἔντιμον, op. ἀδόκιμον Pl.Lg.742a.
II sent. act.
1 de inanimados honorífico, que proporciona honor εἰς ἔντιμον χώραν ... ἄγων αὐτούς conduciéndolos a un lugar de honor Pl.Epin.985e, ἔντιμον γὰρ ἐποίησαν τὸν πλοῦτον Arist.Pol.1286b15, ἐντιμότερα ἔργα, op. ἀναγκαιότερα Arist.Pol.1255b28, (τὰ τοιαῦτα δαπανήματα) μέγιστα γὰρ καὶ ἐντιμότατα Arist.EN 1122b35, milit. αὐτὸν ... ἀπολελύσθαι ἐντείμῳ ἀπολύσσει licenciarlo con honores, PHamb.1.31.19 (II d.C.)
neutr. plu. sup. como adv. honrosamente, con todos los honores ἐκεῖνον ἐντιμότατα μεταπεμψάμενος D.C.63.17.5.
2 ret. elogioso, encomiástico λόγος ἔ. λεγόμενος Pl.Lg.855a.
III adv. -ως
1 honorablemente, con aprecio, en alta estima εὑρίσκεται τὰ πολλὰ πρὸς θεῶν ἐ. κειμένη ἡ ἰητρική Hp.Decent.6, πόλις ... ἐ. ἄγουσα αὐτά tratando la ciudad esas cosas con aprecio Pl.R.528c, cf. 528b, Satyr.Vit.Eur.39.18.27, ἐ. ἔχων siendo tratado con estima X.An.2.1.7.
2 milit. con honores, honoríficamente οὐετρανός τῶν ἐντείμως ἀπολελυμένων un veterano de los licenciados con honores, POxy.1459.4 (III d.C.), οἱ ἐ. ἀπολελυμένοι ἀπὸ (ἑκατοντάρ)χ(ων) PCair.Isidor.91.4 (IV d.C.), cf. POxy.1471.6 (I d.C.), BGU 1021.2 (III d.C.).

English (Strong)

from ἐν and τιμή; valued (figuratively): dear, more honourable, precious, in reputation.

English (Thayer)

ἔντιμον (τιμή), held in honor, prized; hence, precious: λίθος, honorable, noble, τίνι, dear to one, ἔντιμον ἔχειν τινα to hold one dear or in honor, to value highly, Sophocles, Plato, others).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντιμος, -ον)
Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν
νεοελλ.
1. ευσυνείδητος, αυτός που έχει προσωπική τιμή και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («έντιμος πολίτης», «έντιμος δικαστικός»)
2. εκείνος που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις της τιμής («έντιμη συμπεριφορά»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο έντιμος
κολεόπτερο έντομο χαλκοπράσινου χρώματος
αρχ.-μσν.
πολύτιμος
αρχ.
1. επαινετικός, τιμητικόςλόγος ἐντιμος λεγόμενος»)
2. αξιωματούχος
3. (για νόμισμα) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές.
επίρρ...
έντιμα και εντίμως (AM ἐντίμως)
με τιμή, με εντιμότητα
νεοελλ.
φρ. «σού το λέω εντίμως» — σε διαβεβαιώνω με τον λόγο της τιμής μου
αρχ.
φρ.
1. «ἐντίμως ἄγω τινά» — εκτιμώ κάποιον
2. «ἐντίμως ἔχω» — είμαι έντιμος, μέ τιμούν.

Greek Monotonic

ἔντῑμος: -ον (τιμή),
1. λέγεται για πρόσωπα, τιμημένος, εκτιμώμενος, σε Σοφ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., τιμώμενος με ή σε κάτι, σε Ευρ.· οἱ ἔντιμοι, άνδρες που έχουν αξίωμα, άνδρες με υψηλή κοινωνική θέση, αξιοσέβαστοι, σε Ξεν.
2. λεγεται για πράγματα, αξιότιμος, σε Σοφ.
3. επίρρ., ἐντίμως ἔχειν, είναι σε τιμή, είναι σε υπόληψη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔντῑμος:
1) (высоко) ценимый, ценный (νόμισμα Plat.; ἀγαθά Arst.): τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα Soph. угодное богам;
2) чтимый, почитаемый, уважаемый (τινι Soph. и παρά τινι Plat.): οἱ ἔντιμοι Xen., Arst. знатные люди, знать;
3) почетный (χώρα Plat.; τάξις Plut.);
4) почтительный: κλέος καὶ ἔ. λόγος Plat. слава и честь.

Middle Liddell

ἔν-τῑμος, ον τιμή
1. of persons, in honour, honoured, prized, Soph., etc.:—c. dat. rei, honoured with or in a thing, Eur.:— οἱ ἔντιμοι men in office, men of rank, Xen.
2. of things, honoured, held in honour, Soph.
3. adv., ἐντίμως ἔχειν to be in honour, Xen.

Chinese

原文音譯:œntimoj 恩-提摩士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:在內-價值的 相當於: (יָקַר‎) (יְקִפָּאֹון‎ / יָקָר‎ / יִקְרָה‎ / קָרוּת‎) (כָּבֵד‎)
字義溯源:有價值的,尊貴的,寶貴的,尊重的,被重視的;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τιμή)=價值,珍貴)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款,償還)
出現次數:總共(5);路(2);腓(1);彼前(2)
譯字彙編
1) 所寶貴的(3) 路7:2; 彼前2:4; 彼前2:6;
2) 尊重(1) 腓2:29;
3) 尊貴的人(1) 路14:8

English (Woodhouse)

honoured, honored, in request

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)