κοινοτροφικός

From LSJ
Revision as of 18:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοτροφικός Medium diacritics: κοινοτροφικός Low diacritics: κοινοτροφικός Capitals: ΚΟΙΝΟΤΡΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: koinotrophikós Transliteration B: koinotrophikos Transliteration C: koinotrofikos Beta Code: koinotrofiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (τρέφω)

   A of or for group rearing, ἐπιστήμη Pl.Plt.264d, 267d; ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη) group rearing, ib.261e, 264b, etc.

German (Pape)

[Seite 1469] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοτροφικός: -ή, -όν, (τρέφω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κοινὴν φύσιν, ἐπιστήμη Πλάτ. Πολιτικ. 264D, 267D· ἡ -κή (δηλ. ἐπιστήμη), κοινὴ φύσιςἀνατροφή, ὁ αὐτ. 261Ε, 264Β, κτλ.

Greek Monolingual

κοινοτροφικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση
2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη)
κοινή φύση ή ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου κοινο-τρόφος < κοινός + -τρόφος (< τροφή < τρέφω)].

Russian (Dvoretsky)

κοινοτροφικός: касающийся общественного (вос)питания (ἐπιστήμη Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοτροφικός -όν [κοινός, τρέφω] de gemeenschappelijke opvoeding betreffend:. ἡ κ. ἐπιστήμη de kennis van gezamenlijke opvoeding Plat. Plt. 264d.