κοινοδίκιον

From LSJ
Revision as of 18:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοδίκιον Medium diacritics: κοινοδίκιον Low diacritics: κοινοδίκιον Capitals: ΚΟΙΝΟΔΙΚΙΟΝ
Transliteration A: koinodíkion Transliteration B: koinodikion Transliteration C: koinodikion Beta Code: koinodi/kion

English (LSJ)

[δῐ], τό,

   A common court in which matters in dispute between different cities were settled, GDI5040.58 (Hierapytna); τῶν Κρηταιέων IG12(3).254 (Anaphe); to be read for -δίκαιον, Plb. 22.15.4.    2 in Egypt, court for disputes between Greeks and Egyptians, PMagd.21.12, 23.9 (iii B.C., abbrev.).

Greek (Liddell-Scott)

κοινοδίκιον: τό, κοινὸν δικαστήριον, ἐν ᾧ φιλονικίαι μεταξὺ διαφόρων πόλεων ἐδικάζοντο καὶ διηυθετοῦντο, Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 58, ὅθεν διορθωτέον (ἀντὶ -δίκαιον) ἐν Πολυβ. 23. 15, 4.

Greek Monolingual

κοινοδίκιον, τὸ (Α) κοινόδικος
1. ένωση πολλών πόλεων υπό την ίδια δικαιοδοσία
2. κοινό δικαστήριο πολλών πόλεων στο οποίο, με συμφωνημένο από κοινού δίκαιο, δικάζονταν οι διαφορές μεταξύ αυτών τών πόλεων ή και ιδιωτικής φύσεως διαφορές
3. πάπ. αιγυπτιακό δικαστήριο που δίκαζε τις διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων.