τάγμα

From LSJ
Revision as of 19:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάγμα Medium diacritics: τάγμα Low diacritics: τάγμα Capitals: ΤΑΓΜΑ
Transliteration A: tágma Transliteration B: tagma Transliteration C: tagma Beta Code: ta/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (τάσσω)

   A ordinance, command, νόμου τ. Pl.Def.414e; ἐκ δυοῖν τ. from a combination of two ordinances, Arist.Pol.1294b6.    II fixed assessment or payment, Id.Oec.1349a24, CIG2562.14 (Crete).    III body of soldiers, division, brigade, X.Mem.3.1.11, PFrankf.7.5 (iii B.C.), Ph.Bel.96.48, 103.28, PRein.14.31 (ii B.C.), Plb.3.85.3, etc.    b = Lat. manipulus, Id.6.24.5.    c = Lat. legio, legion, D.H.6.42, Str.3.3.8, Plu.Oth. 12, D.C.71.9, CIG4693 (Abukir).    IV order, rank, IG 14.757 (Naples); βουλευτικὸν τ. CIG 4411b5 (Cilicia); ἱππικὸν τ. ib.2803 (Aphrodisias); τὸ τ. τῶν γυμνασιάρχων POxy.1252v. 24 (iii A.D.); τοῦ πρώτου τ. IG42(1).81 (Epid., i A.D.): acc. τάγμα as Adv., CIG3765 (dub.), cf. IG14.748 (Naples).    V generally, arrangement, of footprints, τίς ὁ τρόπος τοῦ τ.; S.Ichn.114; row of bricks, dub. in Alc.153.    2 status, φύσεως τάγμα ἔχειν Epicur.Ep.1p.24U.; function, Phld.Po.5 Fr.1; ἐν τ. γενόμενοι c. inf., being in a position to... PLond.2.358.7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1063] τό, das Geordnete, Angeordnete, insbes. a) Anordnung, Verordnung, Befehl, νόμου Plat. def. 414 e. – b) eine geordnete Menge von Soldaten, Legion, Heerschaar; Xen. Mem. 3, 1, 11; Pol. 6, 24, 5; κατ' ἄνδρα καὶ κατὰ τάγμα ἡμιλλῶντο πρὸς ἑαυτούς, 2, 69, 5, u. öfter, das röm. manipulus.

Greek (Liddell-Scott)

τάγμα: τό, (τάσσω) τὸ διαταχθέν· μάλιστα δέ, Ι, διάταξις, διαταγή, νόμου τ. Πλάτ. Ὅροι 415Ε· ἐκ δυοῖν τ., ἐκ συνδυασμοῦ δύο πολιτικῶν διατάξεων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 9, 4. ΙΙ. ὡρισμένος φόρος, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 2. 21, 3. Συλλ. Ἐπιγρ. 2562. 14. ΙΙΙ. σῶμα στρατιωτικόν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11, Πολύβ., κτλ.· τὸ παρὰ Ρωμαίοις, manipulus, Πολύβ. 6. 24, 5· ἡ λεγεών, legio, Δίων Κ. 71. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 4693. IV. τάξιςἀξίωμα, αὐτόθι 5843· βουλευτικὸν τ. αὐτόθι 4111b, 5· ἱππικὸν τ. αὐτόθι 2803. ― αἰτ. τάγμα ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 3765, πρβλ. 5805. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
corps de troupes.
Étymologie: τάσσω.

English (Strong)

from τάσσω; something orderly in arrangement (a troop), i.e. (figuratively) a series or succession: order.

English (Thayer)

ταγματος, τό (τάσσω);
a. properly, that which has been arranged, thing placed in order.
b. specifically, a body of soldiers, a corps: Xenophon, mem. 3,1, 11; often in Polybius; Diodorus 17,80; Josephus, b. j. 1,9, 1; 3,4, 2; (especially for the Roman 'legio' (examples in Sophocles Lexicon, under the word, 3)); hence, universally, a band, troop, class: ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι (the same words occur in Clement of Rome, 1 Corinthians 37,3 [ET] and 41,1 [ET]), A. V. order. Of the 'order' of the Essenes in Josephus, b. j. 2,8, 3. 8).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τάσσω
νεοελλ.
1. στρ. η βασική μονάδα του στρατού ξηράς, οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη, η οποία αποτελείται από τρεις κύριους λόχους με ομοιόμορφο οπλισμό και έναν λόχο διοίκησης
2. εκκλ. μοναχική αδελφότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διακηρυγμένος σκοπός της οποίας είναι η διάδοση του χριστιανισμού, η καταπολέμηση τών αιρετικών, η οργάνωση της εκπαίδευσης και της κοινωνικής πρόνοιας («το τάγμα τών Ιησουιτών»)
3. σύνολο ανθρώπων αφοσιωμένων στην επιδίωξη ενός κοινού σκοπού («ιπποτικό τάγμα»)
4. το σύνολο τών ανθρώπων που έχουν τιμηθεί με το ίδιο παράσημο
5. συνεκδ. το ίδιο το παράσημο
6. φρ. α) «ιερατικό τάγμα» — το σύνολο τών κληρικών
β) «τάγματα ασφαλείας» — ονομασία με την οποία αναφέρονται χωρίς διάκριση ένοπλα σώματα που συγκροτήθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής και από Έλληνες συνεργάτες τους και επανδρώθηκαν από Έλληνες
μσν.
ευλάβεια, ευσέβεια, αφοσίωση
μσν.-αρχ.
ιερή ή επίσημη υπόσχεση, όρκος
αρχ.
1. πρόσταγμα, διαταγή («δίκαιον νόμου τάγμα ποιητικὸν δικαιοσύνης», Πλάτ.)
2. καθορισμένος φόρος
3. στρατιωτικό σώμα
4. λεγεώνα
5. βαθμός, αξίωμα, τάξη
6. λειτούργημα
7. διάταξη («τίς ὁ τρόπος τοῡ τάγματος;», Σοφ.)
8. κατάσταση («φύσεως τάγμα ἔχειν», Επίκ.)
9. απαρτία
10. (στις Σάρδεις) λέσχη.

Greek Monotonic

τάγμα: -ατος, τό (τάσσω),
I. αυτό που έχει διαταχθεί ή κανονιστεί, ιδίως,
I. διαταγή, ἐκ δυοῖν τάγμασιν, από συνδυασμό δύο πολιτικών διατάξεων, σε Αριστ.
II. σώμα στρατιωτικό, σύνταγμα ή ταξιαρχία, σε Ξεν. κ.λπ.· το Ρωμ. manipulus, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τάγμα: ατος τό τάσσω
1) воен. строй, отряд или воинская часть Xen.;
2) (в Риме) манипул Polyb. или легион Diod., Plut.;
3) (тж. τ. τοῦ νόμου Plat.) установление, предписание, указание (δημοκρατικόν Arst.);
4) установленная сумма, размер взноса (τ. τι ἀνατιθέναι εἰς τὸ ἱερόν Arst.);
5) порядок, очередь: ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι NT каждый в свой черед.

Middle Liddell

τάγμα, ατος, τό, τάσσω
that which has been ordered or arranged: esp.,
I. an ordinance, ἐκ δυοῖν τ. from a combination of two constitutions, Arist.
II. a body of soldiers, a regiment or brigade, Xen., etc.: —the Roman manipulus, Polyb.

Chinese

原文音譯:t£gma 他格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:規定(結果) 相當於: (חָנָה‎)
字義溯源:有次序的安排,次序,安排,斑,團體,劃分,單隊;源自(τάσσω)*=處理,安排)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 次序:(1) 林前15:23