τάλαρος

From LSJ
Revision as of 19:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαρος Medium diacritics: τάλαρος Low diacritics: τάλαρος Capitals: ΤΑΛΑΡΟΣ
Transliteration A: tálaros Transliteration B: talaros Transliteration C: talaros Beta Code: ta/laros

English (LSJ)

ὁ,

   A basket, ἀργύρεος τ., of a work-basket, Od.4.125; ὑπόκυκλος ib.131; πλεκτοὶ τ. baskets of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Od.9.247, cf. Ar.Ra.560, AP9.567 (Antip.), IG3.1309, Gal.6.491; basket for fruit, Il.18.568, Hes.Sc.293; for flowers, Mosch.2.34,61, Paus.8.31.2.    2 wicker cage for fowls: hence metaph., Μουσέων τ., of the Museum, Timo 12.

German (Pape)

[Seite 1065] ὁ, Korb, Tragkorb, lat. quasus; Od. 4, 131; Hes. Sc. 293; geflochten, πλεκτός, Od. 9, 247, wo es ein Käsekorb ist, aus dem die Molken von der gerinnenden Milch ablaufen können, vgl. Ai. Ran. 560; τοὐν ταλάροισι γάλα, Antp. Th. 82 (IX, 567), wie πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν, zu Trauben, Il. 18, 568, wo Eust. erkl. καλαθίσκοι τάλανες ἐς τὸ αἴρειν ὡς βαστακτικοί, u. die Ableitung von τάλας, τλάω andeutet, Ep. ad. 59. 271 (XI, 284 Plan. 264); – ein Hühnerkorb, Ath. I, 22 c aus Tim. Phlias.; – ein Korb der Wollspinner, Poll. 10, 125.

Greek (Liddell-Scott)

τάλᾰρος: [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, ἀργύρεος τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος αὐτόθι 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ νέος τυρός, ὅπως ἐκρεύσῃ ὁ ὀρός, Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν κλωβίον ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *τλάω (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
objet pour porter, particul. panier tressé :
I. corbeille;
1 corbeille pour la laine, à l’usage des fileuses;
2 corbeille pour des fruits ou des fleurs;
3 clayon ou éclisse à fromages;
III. cage à poules ou à volatiles en gén.
Étymologie: τλῆναι.

English (Autenrieth)

(root ταλ): basket, of wicker-work, for fruit, etc., Il. 18.568; of silver, for wool, Od. 4.125.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού
νεοελλ.
ξύλινο τυροκομικό αγγείο
αρχ.
1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.)
2. πλεκτό κλουβί για πουλιά
3. φρ. «Μουσέων τάλαρος»
μτφ. το τέμενος τών Μουσών (Τίμων Φλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάλαρος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα telā-/tel- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω, υπομένω» με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας (βλ. και λ. τάλας) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— ενός αμάρτυρου επιθ. ταλα-ρός (πρβλ. λαγα-ρός: λαγάσαι, χαλα-ρός: χαλάσαι). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο τ. τάλαρος με αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει» διατηρεί την κυριολεκτική σημ. της ρίζας (βλ. και λ. τάλας)].

Greek Monotonic

τάλᾰρος: [τᾰ], ὁ, καλάθι, Λατ. qualus, σε Ομήρ. Οδ.· πλεκτὸς τάλαρος, καλάθι πλεκτό από καλάμια, στο οποίο τοποθετούσαν τα φρεσκοφτιαγμένα τυριά έτσι ώστε να στραγγίξουν, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τάλᾰρος: ὁ корзин(к)а, плетенка Hom., Hes., Arph., Theocr., Anth.

Middle Liddell

τά˘λᾰρος, ὁ,
a basket, Lat. qualus, Od.; πλεκτὸς τάλ. a basket of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Hom.

Frisk Etymology German

τάλαρος: {tálaros}
Grammar: m.
Meaning: Korb (Hom., Hes. Sc., Ar., Mosch., Paus. u.a.)
Derivative: mit dem Demin. ταλαρίσκος m. (Arist., Theok., AP), -ιον n. (Pap. IIIp, Poll.).
Etymology : Eig. "Träger", Substantivierung (mit Akzentverschiebung) eines Adj. *ταλαρός wie λαγαρός, χαλαρός u.a.; s. ταλάσσαι. — Über andere Wörter für Korb s. κανοῦν, κόφινος, κάλαθος, σύριχος.
Page 2,848