πεντάχορδος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ον,
A five-stringed, [μάγαδις] Ath.14.637a : -χορδον, τό, a five-stringed instrument, Poll.4.60 ; π. συστήματα scales of five notes, Theo Sm.p.49 H.
German (Pape)
[Seite 557] fünfsaitig, Ath. XIV, 637 a.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάχορδος: -ον, ὁ ἔχων πέντε χορδάς, Ἀθήν. 637Α, Πολυδ. Δ΄, 60.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάχορδος, -ον, ΝΜΑ
1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο
αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο
3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή, απλώς, «πεντάχορδο» — σύστημα πέντε φθόγγων, βασισμένο στο σύμφωνο διάστημα της πέμπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. εξά-χορδος].