προαγωγός
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
όν,
A leading on, εἰς πειθώ Sch.S.OT14; πρὸς τὸ ἄμετρον, toward excess Longinus 32.7 [Longinus On the Sublime 32.7.2: ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω. If προαγωγὸν were a form of masculine προαγωγός ("procurer," "tempter," "beguiler"), as the Perseus comment ("Perseus analysis of προαγωγόν:προαγωγός (leading on): masc acc sg") suggests, we would expect the nominative, not the accusative, as a predicate in agreement with ἡ χρῆσις. It seems we have to take προαγωγὸν instead as a neuter nominative second aorist participle of the verb προάγω, with the following translation: "However, it is also obvious (even if I don't say so) that the use of figures of speech, like other literary adornments, is (something) that has always tempted toward excess." Source]; προαγωγός τοῦ δήμου Poll. 4.34. 2 producing, dispensing, ὁ πάντων προαγωγός, the procurer of all things, of God, Agath.3.19. II Subst. pimp, pander, bully, dalaal, fishmonger, fleshmonger, hoon, hustler, mack, mack daddy, nookie-bookie, pussymonger, souteneur, whoreman, whoremaster, whoremonger, Ar.V.1028, Ra.1079, Aeschin.1.184, etc.: fem., procuress, ibid., Ar.Th.341. 2 metaph., in good sense, X.Smp.4.64.
German (Pape)
[Seite 705] fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισθῷ τὸ πρᾶγμα εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγωγός: -όν, (προάγω) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μεσίτης πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, μαστροπός, μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν εἶναι, μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, Πολυδ. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγωγός· διδάσκαλος κακῶν, καὶ μαστροπός, μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pousse en avant, qui pousse vers ; séducteur, corrupteur;
2 fig. négociateur.
Étymologie: προάγω.
Greek Monolingual
ο, η / προαγωγός ΝΑ προάγω
αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην πορνεία, μαστροπός, εκμαυλιστής
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που οδηγεί κάπου («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)
2. (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει κάτι, ο χορηγός
3. ως ουσ. (με καλή σημ.) ο μεσίτης («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν εἶναι», Ξεν.).
Greek Monotonic
προᾰγωγός: ὁ (προάγω),
1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, μαστροπός, σωματέμπορος, προαγωγός, σε Αριστοφ., Αισχίν.
2. μεσολαβητής, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαγωγός -οῦ, ὁ en ἡ προάγω pooier; hoerenmadam, koppelaarster. Aristoph. Th. 341.
Russian (Dvoretsky)
προᾰγωγός: ὁ сводник, совратитель Arph., Xen., Aeschin. etc.
Middle Liddell
προάγω
1. one who leads on: a pander, pimp, procurer, Ar., Aeschin.
2. a negotiator, Xen.